Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Αγγίζοντας τον Καιόμενο

Αγγίζοντας τον Καιόμενο
του Γ. Πλαχούρη

Τάκης Σινόπουλος: Ο καιόμενος

Το φαινόμενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957).


Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος- Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης

http://www.poiein.gr/archives/250/index.html

Ηταν ο poeta doctus

Πίστευε ότι η κριτική ήταν μια καταπίεση που θα τον τίναζε στον αέρα. Παρ' όλα αυτά ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος υπηρέτησε με σύστημα τον κριτικό λόγο.


ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Τάκης Σινόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές, ωστόσο νομίζουμε ότι το έργο του δεν έχει μελετηθεί στην έκταση που του αναλογεί. Από το 1981 που πέθανε, μόλις 64 ετών, και ιδίως μετά το 1991, όταν η σύντροφός του Μαρία Σινοπούλου τον ακολούθησε, το σπίτι του Περισσού και τα ευρισκόμενα εντός του σημαντικά κατάλοιπα του ποιητή, κληροδοτημένο στον Δήμο Νέας Ιωνίας, τύποις «Σπουδαστήριο της ποίησης και της λογοτεχνίας», υπνώττει, ουσιαστικά ρημαγμένο. Οι μεμονωμένες φροντίδες ορισμένων μελετητών δεν αλλάζουν την εικόνα της παραμέλησης.

Το ζεύγος των νεότερων φιλολόγων, Ευ. Γαραντούδη και Δ. Μέντη, επαναφέρει τον Τ. Σινόπουλο στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας την παραγνωρισμένη ιδιότητά του, του κριτικού της λογοτεχνίας. Ανθολογούν 36 κείμενα του Τ. Σινόπουλου από μια συγκομιδή προσώρας 79 βιβλιοκρισιών. Λόγιος ποιητής και σπουδασμένος κριτικός, ένας poeta doctus, σύμφωνα με τον εκλεκτικό χαρακτηρισμό του Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο Τ. Σινόπουλος συνεδύασε τις ιδιότητες του ποιητή και του συστηματικού κριτικού, κατά το παράδειγμα ενός Κωστή Παλαμά.

Αν και επισφαλής η ισορροπία ανάμεσα στις δύο ιδιότητες, ο Τ. Σινόπουλος ευτύχησε στη συνομιλία με τα ποιήματα των άλλων, λειτουργώντας εποικοδομητικά τόσο για τους κρινομένους όσο και για τη δική του, υπό διαμόρφωση, ποίηση. Τελικά όμως φαίνεται ότι πλήρωσε το τίμημα για το ασύμβατο, σύμφωνα με την άποψη ορισμένων, των δύο ιδιοτήτων. Τουλάχιστον αυτή την εικασία διατυπώνουν οι ανθολόγοι. Κατ' αυτούς, η ως σήμερα «αποσιώπηση» του Τ. Σινόπουλου από τους ποιητές της γενιάς της «αμφισβήτησης» οφείλεται στο γεγονός ότι στη νεότητά τους κρίθηκαν από αυτόν με αυστηρότητα.

Αρχές της δεκαετίας του '70, ο Τ. Σινόπουλος επαινεί «την ωραία εκκίνηση» των τότε πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών. Αργότερα όμως επισημαίνει «βραδυπορία» στην εξέλιξή τους. Και τέλος, δημόσια, τον Σεπτέμβριο του 1980, στο Φεστιβάλ Αυγής - Θούριου, έρχεται, σε έντονο ύφος, η απόρριψη: «... Μη φανταστείτε ότι ποίηση είναι να πιάσεις ένα χαρτί και ένα μολύβι και να αρχίζεις να αραδιάζεις στίχους. Η ποίηση είναι αίμα, αγαπητοί μου· είναι ιδρώτας· είναι ξενύχτι· είναι φυματίωση, χτικιό...». Καθόλου τυχαία, ήδη από το 1973, ο Τ. Σινόπουλος έχει αρνηθεί πρόταση της εφημερίδας «Το Βήμα» να γράφει τακτικά κριτικές επιφυλλίδες. Σε επιστολή του προς την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ φθάνει να δυσανασχετεί με την ιδιότητα του κριτικού: «Είναι μια καταπίεση που θα με τίναζε στον αέρα. Γι' αυτό σταμάτησα να γράφω και κριτικές ποίησης. Στο διάβολο... Γιατί θα πρέπει οι ποιητές να γράφουν κριτική ποίησης και οι πεζογράφοι κριτικές πεζογραφίας;».




Ας επανέλθουμε όμως στο «Χρονικό αναγνώσεων», ένα βιβλίο πολλαπλώς ενδιαφέρον. Των βιβλιοκρισιών του Τ. Σινόπουλου προτάσσεται εμπεριστατωμένη εισαγωγή, η οποία κατ' αρχήν σκιαγραφεί το τοπίο της μεταπολεμικής κριτικής και ως πρόγευση από μελλοντική, διεξοδικότερη μελέτη. Την περίοδο 1945-70 βρίσκονται στο προσκήνιο οι κριτικοί του Μεσοπολέμου και όσοι νεότεροι εμφανίζονται μεταπολεμικά, στην πλειονότητά τους ποιητές. Κατά μία εκδοχή, οι νεότεροι τότε ποιητές, αγανακτισμένοι με το κατεστημένο της γενιάς του '30 που θεωρούσαν ότι τους «θάβει», αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Περίπου όπως συμβαίνει στις ημέρες μας με τους νεότερους πεζογράφους. Η οργή του Τ. Σινόπουλου, το 1959, εναντίον της «Ομάδας των 12», που έκρινε ότι κανείς νεότερος ποιητής δεν είναι άξιος βράβευσης, νομίζουμε πως εκφράζει τα συναισθήματα των περισσότερων νεότερων συγγραφέων μας εναντίον των σημερινών κριτών, που θεωρούνται αντίστοιχα συντηρητικοί. «Είναι η συντήρηση στην πιο απερίγραπτη έκφρασή της. Είναι η ρουτίνα», ωρύεται ο Τ. Σινόπουλος σε συνέντευξή του στον Ρ. Αποστολίδη, λάβρος υπερασπιστής ποιητών και κριτικών της γενιάς του.

Ο βιβλιοκριτικός Τ. Σινόπουλος έκανε την εμφάνισή του πριν από μισό αιώνα. Τον Μάρτιο του 1949, ακόμη στρατευμένος, δημοσιεύει την πρώτη βιβλιοκρισία του στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Με εμφανή την επιρροή του Γ. Σεφέρη, γράφει για την ποιητική συλλογή του Αρη Δικταίου, «Σπουδή θανάτου», όντας στο Βίτσι, στρατιωτικός γιατρός της 10ης Μεραρχίας. Η συνέχεια θα έρθει, το φθινόπωρο του 1954, με 25 βιβλιοκρισίες μέσα σε έναν χρόνο, στο περιοδικό «Σημερινά Γράμματα», και ως γυμνάσματα κριτικής. Από αυτές, οι ανθολόγοι ξεδιαλέγουν τέσσερις. Ο λόγιος κριτικός Σινόπουλος βρίσκεται κυρίως σε δύο περιοδικά: στην «Κριτική» του Μανόλη Αναγνωστάκη, 12 κείμενα την περίοδο 1959-61, από τα οποία ανθολογούνται επτά, και στις «Εποχές», 36 κείμενα τα χρόνια 1936-67, από τα οποία ανθολογούνται 19.

Τέλος, στη δικτατορία, εντοπίζονται δύο κριτικές το 1970, στην ετήσια επιθεώρηση «Νεοελληνικός Λόγος», και τρεις το 1973, στο περιοδικό «Η Συνέχεια». Και τα πέντε κείμενα αναδημοσιεύονται.

Δεκαετίες αργότερα οι ανθολόγοι επιλέγουν τις βιβλιοκρισίες που αφορούν όσους ποιητές εκτιμούν ότι διέσωσε ο χρόνος. Συγκρατούν κείμενα για δύο μόνο μεσοπολεμικούς ποιητές, τη Ζωή Καρέλλη και τον Γιάννη Ρίτσο, ενώ το κυρίως σώμα αφορά 20 ποιητές της λεγόμενης πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ή και γενιάς του '40 κατά τον Τ. Σινόπουλο. Ενδεικτικά ανθολογούν κριτική για τον Φρίξο Τζιόβα, αλλά προσπερνούν το κείμενο για τον Σταύρο Βαβούρη. Από τους κατοπινούς, σταχυολογούν κριτικές για τέσσερις σημαντικούς της αποκαλούμενης γενιάς του '60 (Ν. Α. Ασλάνογλου, Κική Δημουλά, Μ. Μέσκος, Ντ. Χριστιανόπουλος) και πέντε της επόμενης ομάδας. Επιπροσθέτως, οι ανθολόγοι συνδιαλέγονται με τον κριτικό Σινόπουλο, επισημαίνοντας πότε ο χρόνος τον επαλήθευσε, όπως, λ.χ., στην περίπτωση του «επαρχιώτη» Μέσκου.

Σταθερές της κριτικής του Τ. Σινόπουλου, η αντίθεσή του προς τον υπερρεαλισμό και αυτή προς τη «στρατευμένη» ποίηση. Αν και τον προβληματίζουν οι μεταϋπερρεαλιστικές εκφάνσεις, γι' αυτό και επανέρχεται σε ορισμένους ποιητές (Δ. Π. Παπαδίτσα, Ελένη Βακαλό). Αντίθετα, μένει αμετακίνητος στη θέση του ότι «η ποίηση δεν είναι σκλάβα κανενός· καμιάς ιδεολογίας, κανενός κόμματος». Ουσιαστικά απουσιάζουν βιβλιοκρισίες για τους ομηλίκους του «ποιητές της Αριστεράς». Στο επίμετρο του βιβλίου, με κείμενα αμφισβήτησης και πολεμικής τρίτων, αναδημοσιεύεται απόσπασμα από οργίλο σχόλιο του Τ. Βουρνά στην «Επιθεώρηση Τέχνης», με αφορμή την κατ' εξαίρεσιν κριτική του Τ. Σινόπουλου για την ποιητική συλλογή «Μαθητεία» του Τ. Πατρίκιου.

Αξιο παρατήρησης είναι το ύφος που διαμορφώνει συν τω χρόνω ο κριτικός Σινόπουλος. Διατυπώνει με ακρίβεια τη σκέψη του, χωρίς λεκτικά ποικίλματα. Εμπλεκόμενος προσωπικά στην υπόθεση της ποίησης, ανοίγεται σε ευθύ διάλογο με τους κρινομένους, γι' αυτό και η γραφή του διαθέτει αμεσότητα. Με αστική παιδεία, πλουτίζει το κείμενο με συγκριτικές αναφορές από την ελληνική και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τέλος, όπως παρατηρούν και οι ανθολόγοι, είναι φειδωλός στους επαίνους, μια και «πίσω από την άτεγκτη κριτική στους άλλους λανθάνει η επίκριση εις εαυτόν».

Προσωρινά, αυτά για τον Τάκη Σινόπουλο. Ισως επανέλθουμε, στον ποιητή αυτή τη φορά, με αφορμή τα υπό έκδοση «Ποιήματα για την Αννα».




Το ΒΗΜΑ, 28/11/1999 , Σελ.: S09

Τάκης Σινόπουλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Τάκης Σινόπουλος (1917-1981) ήταν ποιητής και συγγραφέας.

Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας και ήταν πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας-Βενέτας Αργυροπούλου. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε το 1944. Το 1934 δημοσίευσε το ποίημα «Προδοσία» και το διήγημα «Η εκδίκηση ενός ταπεινού» στην Πυργιώτικη εφημερίδα «Νέα Ημέρα» με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής δημοσίευσε μεταφράσεις Γάλλων ποιητών καθώς και μερικά δοκίμια για την ποίηση. Το 1942 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Ιταλούς ως αντιστασιακός ενώ την περίοδο του εμφυλίου ήταν γιατρός σε τάγμα πεζικού. Με το τέλος του εμφυλίου άρχισε να εργάζεται ως γιατρός στην πρωτεύουσα. Το 1951 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «το Μεταίχμιο». Ο Τάκης Σινόπουλος επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους Τ.Σ. Έλιοτ, Σεφέρη και Έζρα Πάουντ. Γενικά η ποίηση του είναι λυρική, επιγραμματική και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του παρατηρήθηκε μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του το είχε δωρίσει στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Έγραψε επίσης τις ποιητικές συλλογές «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου», που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης το 1961, «Γνωριμία με τον Μαρξ», «Νύχτα και αντίστιξη», καθώς και διάφορες μελέτες και δοκίμια όπως την «Στροφή» για το έργο του Σεφέρη.

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1981 και ήταν παντρεμένος με την Μαρία Ντότα, η οποία το 1995 δώρισε το σπίτι που έμενε στον δήμο Νέας Ιωνίας με σκοπό την στέγαση του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος». Επίσης προτομή του ποιητή υπάρχει στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό.