Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

«Στη φοβερή ερημία του πλήθους...» Μανόλης Αναγνωστάκης 1925 – 2005

Τον αποκαλούσαν, φιλόλογοι και φιλολογίζοντες με το άγχος να κατατάξουν τα πάντα, «ποιητή της ήττας», χαρακτηρισμό που ο ίδιος απέρριπτε κατηγορηματικά. Όχι γιατί απέρριπτε τα ιστορικά γεγονότα και τις συνέπειές τους, που τις είχε βιώσει από πρώτο χέρι, αλλά γιατί απέρριπτε τη μεμψιμοιρία, τη μιζέρια, την αναζήτηση παρηγοριάς. «Και προπαντός μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι». Ζητούσε με τη διαρκή στάση ζωής του τη συνέχεια, την επόμενη μέρα, τη δικαίωση πράξεων και ιδεών. «Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα / έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω / πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες».
Γι’ αυτό άλλωστε κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγραψε κι έζησε ως αριστερός ποιητής κι όχι ως Ποιητής της Αριστεράς. Γιατί είχε πάρει τις αποστάσεις του, με μάτι κριτικό, από τα κεφαλαία γράμματα, από τους επίσημους τίτλους και τα λιβανίσματα. Έμενε πάντοτε ενεργός στην αντιδογματική πλευρά της αριστεράς, υπερασπίζοντας την ελεύθερη σκέψη, το κριτικό πνεύμα, την αμφισβήτηση και την αμφιβολία που υποσκάπτει τις βεβαιότητες και ανοίγει, ακόμα και μέσα από την οδύνη, δρόμους για το μέλλον. Εκείνο που δεν μπορούσε ήταν η αυτάρεσκη αριστερά, που έπρεπε σώνει και καλά, να είναι πάντα θριαμβεύουσα, και να ακκίζεται κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Πάντα με τρυφερότητα, αλλά και ευθυκρισία «και πώς να τον βρίσεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει είκοσι χρόνια φυλακή».
Έτσι ποτέ δεν έγινε ο Μανόλης Αναγνωστάκης από εκείνους τους δημιουργούς, που δοξάζονται σε τελετές θριάμβου σε στάδια και διαδηλώσεις. Γιατί ποτέ δεν το θέλησε, κι απέφυγε με σταθερότητα να το επιδιώξει. Μπόρεσε όμως να επικοινωνήσει με το κριτικό πνεύμα, την ανήσυχη οπτική αλλά και την ευαισθησία, ολόκληρων γενιών που ξενύχτησαν διαβάζοντας τους στίχους του, εκεί που, όπως έλεγε κι ο ίδιος, προσπαθούσε «να συμπυκνώσει το νόημα των πραγμάτων».
Αγαπώντας αδιαπραγμάτευτα τους νέους, έχοντας εμπιστοσύνη στη συνέχεια των πραγμάτων, αρθρογραφούσε στην αρχή της δεκαετίας του 1980 στο περιοδικό του Ρήγα Φεραίου, το «Θούριο», στη στήλη «Ο θείος Λένον που σε όλα απαντά», διαπραγματευόμενος πολιτική και πολιτισμό, πάντα με χιούμορ και παιχνιδιάρικη διάθεση. « από τα Καλάβρυτα ήταν ένα κορίτσι που μου είπε κάποτε ‘για σένα ζω, για το Ρήγα πεθαίνω’, αλλά δεν μου διευκρίνισε ποιον εννοούσε, έναν ξάδερφό μου ή την οργάνωση;».
Πιστός σε μια εικονοκλαστική στάση απέναντι ακόμα και στην ίδια του την τέχνη, τάραζε στα μέσα της δεκαετίας του 80 την ορθοδοξία των κομμάτων και το φιλολογικό κατεστημένο, όταν έφερε στο φως τα ποιήματα του alter ego του, τού ποιητή Μανούσου Φάσση με στίχους όπως «αντίκρισα μια ρήγισσα / κι από τον πόθο ρίγησα» ή «να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ / δόγμα και ανανέωση». Γιατί απεχθανόταν τη σοβαροφάνεια και την τήβεννο του αποστειρωμένου πνευματικού ανθρώπου, ή του ξερόλα που έχει άποψη και βεβαιότητες για τα πάντα, λέγοντας «βαριά λέξη το «πιστεύω», προτιμώ το ‘νομίζω’ ή το υποπτεύομαι’».
Μέσα στο βραχύ έργο του, που ο ίδιος αναγνώριζε τη συντομία του, μπόρεσε να εκφράσει και να μεταφέρει, με επιμονή και διεισδυτικότητα όχι μόνο την κιβωτό της μνήμης, αλλά κυρίως μια βαθύτερη ηθική στάση και μιαν αγωνία αναζήτησης, χαμηλόφωνης αλλά το ίδιο σπαραχτικής, για να πάρουμε θέση στα πράγματα. «Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ/ μικροζημιές και μικροκέρδη συμβιβάζοντας / το θέμα είναι τώρα τι λες.».
Έπειτα, ο ποιητής επέλεξε για 20 χρόνια τη σιωπή. Και το έκανε σεμνά και χαμηλόφωνα, λέγοντας ότι αισθανόταν «φίλαθλος στην κερκίδα και όχι αθλητής στο στίβο». Λέγοντας ότι «και η σιωπή είναι μια έκφραση, μια πράξη...». Άλλωστε η σιωπή, αυτή η εύγλωττη σιωπή ήταν και ένα αίτημα που είχε τεθεί από τον ίδιο χρόνια πριν: «Τεντώσου / απορρίπτοντας την πανοπλία των λόγων».
Σήμερα, σε μια εποχή που αποθεώνει την ανέξοδη μεγαλοστομία και τη φλυαρία, όπως είχε διαγνώσει ο ποιητής («μέσα σ’ ένα στίχο πόση φλυαρία / γιατί να μιλήσω;»), μπορεί να έχει ιδιαίτερο νόημα, να βρούμε ξανά την ουσιώδη σχέση με τα πράγματα, με τη ζωή, την ιστορία και τον κόσμο, που υπόγεια ρέει στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Αποδεχόμενοι ίσως ότι «η ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».
Ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζεται να σταθούμε «έρημοι και μόνοι στη φοβερή ερημία του πλήθους».

Τα παραθέματα είναι από τα «Ποιήματα 1941-1971», « Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης», την «Κυριακάτικη Αυγή» 26/6/2005, και την εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».

Πηγή:Η Αλήθεια

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Μαρία Φαραντούρη, Μίκης Θεοδωράκης - Δρόμοι παλιοί

Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη, στίχοι Μ. Αναγνωστάκη. Ακούστε το τραγούδι και εντοπίστε κοινά σημεία ως προς το περιεχόμενο με το ποίημα του Μ.Αναγνωστάκη, Θεσσαλονίκη,Μέρες του 1969μ.Χ..

Πηγή:http://www.youtube.com/watch?v=OvhzRiBkK2w

Αν θέλετε υπάρχουν κι άλλες εκτελέσεις:
http://www.youtube.com/watch?v=aQJrWf8Ms50 με τον Κώστα Θωμαϊδη
http://www.youtube.com/watch?v=IxCvFSnfpUc Από τη συναυλία - αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη, στο Ηρώδειο, το 1995, με την ορχήστρα Metropole με τον Γιώργο Νταλάρα.
http://www.youtube.com/watch?v=zWJLnTb2C2w με τον Γιώργο Νταλάρα
http://www.youtube.com/watch?v=8vdbsu3GFxw
Ζωντανή μαγνητοσκόπηση από συναυλία της Μαρίας Δημητριάδη στο Παλλάς το 1989."Δρόμοι παλιοί" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη.
http://www.youtube.com/watch?v=RyEDao5j05U με την Αλέξια
Οπωσδήποτε υπάρχουν κι άλλες αξιόλογες ερμηνείες του ίδιου τραγουδιού.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Ο Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη

http://www.mediafire.com/?sy0hgv5efz4

Ο Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη


01. Τώρα μιλώ πάλι...
02. Ο νεκρός
03. Το ναυάγιο
04. Η απόφαση
05. Κάτω από τις ράγες
06. Οι επίγονοι
07. Τώρα είναι απλός θεατής...
08. Ποιητική
09. Στο παιδί μου
10. Θεσσαλονίκη μέρες του 1969 μ.χ.
11. Επιτύμβιον
12. Νέοι της Σιδώνος 1970
13. If...
14. Αισθηματικό διήγημα (στον Κ. Κουλουφάκο)
15. Επίλογος
16. Σκυφτοί περάσανε...
17. Η αγάπη είναι ο φόβος...
18. Ήρθες όταν εγώ...
19. Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι...
20. Αντί να φωνάσκω...
21. Όταν αποχαιρέτησα...
22. Όχι από εδώ...
23. Χρώματα περασμένου δειλινού...
24. Κι ήθελε ακόμη...
25. Επίλογος
Πηγή: Indymedia

"Je parle...", de Manolis Anagnostakis



Πηγή:http://www.youtube.com/watch?v=aUOQveyaZzE
Atelier Théâtre du Quartier Latin

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Μ.Αναγνωστάκης,Θεσσαλονίκη,Μέρες του 1969μ.Χ.

Κριτήριο αξιολόγησης του ΚΕΕ για το ποίημα Θεσσαλονίκη,Μέρες του 1969μ.Χ.

Μ.Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969μ.Χ.

Δίσκοι σε στίχους του Μ.Αναγνωστάκη

Πηγή:Wikipedia
Ένα πολύ ωραίο σκίτσο του Στάθη με στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ποιήματα

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944).
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Εργογραφία

Εποχές, Θεσσαλονίκη, (ιδιωτ. έκδοση), 1945, σελ. 32.

Εποχές 2, Σέρρες, (διωτ. έκδοση), 1948, σελ. 24

Εποχές 3, Θεσσαλονίκη, ( ιδιωτ. έκδοση), 1954, σελ. 16.

Τα Ποιήματα (1941-1956): [Εποχές - Εποχές 2 - Παρενθέσεις, Εποχές 3 - Η Συνέχεια 2], Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1956.

Η Συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, (ιδιωτ. έκδοση), 1962, σελ. 32

Υπέρ και Κατά, Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1965, σελ. 112.

Τα Ποιήματα (1941-1971): [Εποχές - Εποχές 2 - Παρενθέσεις - Εποχές 3 - Η Συνέχεια - Η Συνέχεια 3 - Ο στόχος], Θεσσαλονίκη, (ιδιωτ. έκδοση), 1971, Αθήνα, Πλειάς, 1976, Αθήνα, Στιγμή, 1985, Αθήνα, Νεφέλη, 2000, σελ. 192, ΙSΒΝ: 960-211-538-6

Αντιδογματικά, Άρθρα και Σημειώματα (1946-1977), Αθήνα, Πλειάς, 1978, Αθήνα, Στιγμή, 1985, σελ. 232.

Το περιθώριο '68-69, Αθήνα, Πλειάς, 1979, Αθήνα, Στιγμή, 1985, Αθήνα, Νεφέλη, 2000, σελ. 48, ISBN: 960-211-5521-1

Μανούσος Φάσσης, Παιδική Μούσα (Τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), Αθήνα, Αμοργός, 1980.

Υ.Γ., Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1983, Αθήνα, Νεφέλη, 1992, σελ. 40

Τα Συμπληρωματικά, (Σημειώσεις κριτικής), Αθήνα, Στιγμή, 1985, σελ. 176.

Ο ποιητής Μαούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. ία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή, 1987, 1996. Σελ. 144. ΙSBN: 960-269-029-1.

Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς - μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1990, σελ. 224.

Πηγή: Έκθεση βιβλίου της Φραγκφούρτης - Ελλάδα τιμώμενη χώρα

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Μανόλης Αναγνωστάκης

ΕΡΤ - Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ μιλάει στον ΑΡΗ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟ για τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους εκφραστές της μοντέρνας ποίησης, καταθέτει την άποψή του για τη χρήση της ομοιοκαταληξίας στην ελληνική ποίηση, θυμάται την πρώτη του απόπειρα να γράψει σε μοντέρνο ύφος και την πρώτη του δημοσίευση και κάνει λόγο για την πρώτη του ποιητική συλλογή. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην οικογένειά του, στις εμπειρίες του από την Κατοχή, και στη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Αναλύει τον ποιητικό λόγο ως δυνατότητα έκφρασης, παραθέτει την άποψή του για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το ρόλο τους στη σημερινή εποχή, ενώ σχολιάζει την έντονη τάση αμφισβήτησης προτύπων που κυριαρχεί. Στη διάρκεια της συνέντευξης ακούγονται στίχοι από ποιήματα του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΓΝΩΣΤΑΚΗ.
Διάρκεια
00:52:27:00

Μ.Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969μ.Χ.

Μ.Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969μ.Χ.
Απόσπασμα από το CD "Ο Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη"
(Lyra, 1999)

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969μ.Χ. Μανόλης Αναγνωστάκης

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.

Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.

(από το Ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη 2000)

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης απαγγέλει

O Μανόλης Αναγνωστάκης απαγγέλει τα ποιήματά του: ΤΩΡΑ ΜΙΛΩ ΠΑΛΙ, Ο ΝΕΚΡΟΣ, ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ, Η ΑΠΟΦΑΣΗ, ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΙΣ ΡΑΓΕΣ, ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ, ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟΣ ΘΕΑΤΗΣ


Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

"Φοβάμαι": Αφιερωμένο στα παιδιά του Νοέμβρη του 1973

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία -μεσούντος κάποιου Ιουλίου-

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

"Δώστε τη χούντα στο λαό".

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου 'κλείναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και "απόψεις".

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Το παραπάνω ποίημα το δημοσίευσε στην Αυγή ο Μ. Αναγνωστάκης το 1983, σαν φόρο τιμής για τα δέκα χρόνια από την εξέγερση του πολυτεχνείου.

Πηγή:http://stathis957.blogspot.com/2008/11/1973.html

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Ο Μίλτος Σαχτούρης στην Καθημερινή

H ποίηση είναι αιώνια

«O ρόλος του ποιητή είναι ένας, και στους εύκολους και στους δύσκολους καιρούς: να είναι ο εαυτός του και να γράφει αυτό που λέει η καρδιά και το μυαλό του. Aπόδειξη ότι όσοι επηρεάστηκαν πολύ από τα γεγονότα, δηλαδή όσοι πήραν θέσεις πολύ επαναστατικές, χάθηκαν. Mόνο ένας ειλικρινής έμεινε: ο Mανόλης Aναγνωστάκης. Hταν ένα σωρό αριστεροί, οι οποίοι έσβησαν όλοι. Γιατί δεν είναι περιστασιακή η ποίηση, είναι αιώνια», έλεγε στη συνέντευξή του στην «K». Tους στίχους του Mίλτου Σαχτούρη, όπως και τόσων άλλων, θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε:

«Tον έστησαν εκεί όπου φυσάει ο πιοάγριος άνεμος

τον έταξαν στις παγωνιές

του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο

και μια γραβάτα κόκκινη

έναν μαύρο ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει

μαύρα γυαλιά...» .

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μίλτος Σαχτούρης: Ο στρατιώτης ποιητής

Κριτήριο αξιολόγησης του ΚΕΕ

Μίλτος Σαχτούρης, Τα Φάσματα

Διαβάστε εδώ την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Τα Φάσματα

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα

Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα: διαβάζει o Γιάννης Βούλτος (Poiein Podcast Productions #05)

Πηγή:Ποιείν

Ποιος είναι, λοιπόν, ο Μίλτος Σαχτούρης;

Δώδεκα συνομιλίες αποκαλύπτουν τον περίφημο «Στρατιώτη ποιητή»

Του Ηλία Μαγκλίνη

«Μίλτος Σαχτούρης. Ποιος είναι ο τρελός λαγός. Συνομιλίες» τιτλοφορείται η έκδοση που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει τις συνεντεύξεις που έδωσε τα τελευταία είκοσι χρόνια ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο τελευταίος εν ζωή (μαζί με τους Μ. Αναγνωστάκη και K. Δημουλά) μιας γενιάς ποιητών που σφράγισε το μεταπολεμικό λογοτεχνικό τοπίο της Ελλάδας. Δώδεκα συνομιλίες με δημοσιογράφους και ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών (Θ. Νιάρχο, Α. Φωστιέρη, Λ. Ξανθόπουλο, Β. K. Kαλαμαρά, Ο. Σελλά, Μ. Φάις, Μ. Χαρτουλάρη, Θ. Λάλα, Μ. Ταξίδη, Ε. Ζιώγα κ.ά.) στις οποίες καταγράφεται ένας βίος μοναχικός και μια πορεία περίπου εξήντα χρόνων στην ποίηση.

Συνομιλίες οι οποίες μπορούν να διαβαστούν σαν επίμετρο ή σαν σημειώσεις στο περιθώριο της ανάγνωσης του έργου ενός μελαγχολικού ποιητή, ο οποίος επέζησε της φυματίωσης και της Kατοχής, αγάπησε τον Σολωμό και τον Kαβάφη, τον Kάφκα, τον Ρίλκε και τον Ντίλαν Τόμας, ένας τραυματισμένος ψυχισμός που είχε όμως το σθένος να εγκαταλείψει τα πάντα για να αφιερωθεί στην ποίηση.

Εσωστρεφής αλλά πάντα ευγενής, μοναχικός αλλά όχι απόμακρος, ο Μ. Σαχτούρης (φέτος κλείνει αισίως τα ογδόντα δύο) χρειάστηκε να περιμένει πολλές δεκαετίες μέχρι να δει το έργο του να διαβάζεται και να αναγνωρίζεται. Γεγονός στο οποίο επανέρχεται συχνά στις εν λόγω συνομιλίες, δίχως ίχνος εμπάθειας αλλά με παράπονο και αυτοσαρκασμό.

Ο Μ. Σαχτούρης δεν αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα μόνο με το λεγόμενο αναγνωστικό κοινό αλλά και με τους ομοτέχνους του. Θυμάται τον Οδυσσέα Ελύτη να λέει μεταξύ σοβαρού κι αστείου: «Δεν μου αρέσει αυτή η ποίησή σου, είναι γκραν-γκινιόλ» (σ. 73), ενώ ο Γ. Σεφέρης τον αποκαλούσε απλώς «έντιμο ποιητή». «Εντιμος δεν θα πει τίποτα», σχολιάζει σήμερα ο Μ. Σαχτούρης (σ. 145). Μόνον ο Ανδρέας Εμπειρίκος είχε καλά λόγια να πει, αλλά κι αυτός πάλι, κατά τον Μ. Σαχτούρη, είχε μόνο καλά λόγια για όλο τον κόσμο. Ακόμα και ο Οδ. Ελύτης, λοιπόν, τρόμαξε όταν διάβασε για τον στρατιώτη που «χτυπούσε τη νύχτα τις/ πόρτες/με κομμένο το χέρι («Του θηρίου»), για την «εξαίσια νεκρή... ξαπλωμένη στη μέση του δωματίου πλάι στο σκοτωμένο μαύρο άλογό της πλημμυρισμένη κι αυτή στο αίμα» («Ο εφιάλτης») ή για «κακές εικόνες» στις οποίες «σκάζανε αυγά/κι έβγαιναν στον κόσμο/άρρωστα παιδιά/ σα σπασμένα άστρα/.../ κι ένα λυσσασμένο/ κόκκινο φεγγάρι/ούρλιαζε δεμένο/σα σφαγμένο βόδι» («Η κακή εικόνα»). Ως γνωστόν, ορμώμενος από αυστηρά προσωπικές εμμονές, ο Μ. Σαχτούρης εξέφρασε ανάγλυφα στην ποίησή του ένα αίσθημα άγχους και ασφυξίας γεμάτο εφιαλτικά σχήματα, οι προεκτάσεις του οποίου αγγίζουν διακριτικά αλλά καίρια το συλλογικό τραύμα ενός τόπου που δοκιμάστηκε επί σειρά ετών από τα γυρίσματα της Ιστορίας. Η φρίκη της Kατοχής, οι θηριωδίες του Εμφυλίου αποτελούν την αφετηρία μιας αμιγούς εσωτερικής διαδρομής.

Ο ίδιος ο ποιητής παρατηρεί: «Ολη η ποίησή μου, από τη «Λησμονημένη» ώς σήμερα, είναι μια εξομολόγηση του ασυνείδητού μου» (σ. 130), επιμένοντας ωστόσο ότι «δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος πανικός στην ποίησή μου. Αυτό που θεωρούν πανικό είναι κάτι ταυτόσημο με τη ζωή κι αν προβάλλεται ιδιαίτερα στην ποίησή μου είναι γιατί αισθάνομαι έντονα τη ζωή» (σ. 19).

Kάτι ανάλογο είχε δηλώσει σε μία συνέντευξή του στη γαλλική «Μοντ», στις 7 Ιανουαρίου 1983, ο Αυστριακός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ: «Ολοι οι άνθρωποι γίνονται τέρατα, όταν αποβάλλουν την πανοπλία τους. Kαι φυσικά το τερατώδες με γοητεύει, αλλά πιστέψτε με, ποτέ δεν το εφευρίσκω. Αν η πραγματικότητα σας φαίνεται λιγότερο φοβερή από όλα αυτά που επινοώ εγώ, αυτό οφείλεται στο ότι τα γεγονότα εμφανίζονται σε αποσπασματική μορφή. Το μυστικό συνίσταται στο να δείχνουμε με τρόπο ανελέητο την πραγματικότητα. Ισως αυτό να είναι ό,τι συνήθως ονομάζουμε φαντασία».

Η έννοια της οδύνης

Αν υπάρχει μία θεματική στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, αυτή ενδεχομένως να είναι ο διαρκής στοχασμός πάνω στην έννοια της οδύνης, στον πόνο ως βαθύτερη ουσία και μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με συνέπεια μοναδική ο Μ. Σαχτούρης εδώ και μισό αιώνα χαρτογραφεί τα τοπία του εσωτερικού πόνου του σύγχρονου ανθρώπου, συχνά μάλιστα με ένα υποχθόνιο χιούμορ (αποτέλεσμα των υπερρεαλιστικών καταβολών του ίσως).

Σημαντικό είναι επίσης ότι ο Μ. Σαχτούρης μίλησε στην ποίησή του για τα σημάδια που αφήνει η Ιστορία σε αυτά τα εσωτερικά τοπία οδύνης, αποφεύγοντας όμως την κοινότοπη ιστοριογραφία, προσεγγίζοντας την Ιστορία όχι ως αντικείμενο περιγραφής αλλά ανάλυσης και στοχασμού. Πέρα λοιπόν από την ξεχωριστή δύναμη της ίδιας της εκφραστικής του, αυτός είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο η ποίησή του έχει απήχηση στις νεότερες γενιές. Η αναμονή ωστόσο κράτησε πάρα πολύ.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28-01-2001

ΥΔΡΑ-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ Ή ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ

"Ο ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής λογοτεχνικής γενιάς, φιλοξενείται στη σειρά κινηματογραφικών εκπομπών του ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ «ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», σε σενάριο και σκηνοθεσία του ΛΕΥΤΕΡΗ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ. Στην εκπομπή παρακολουθούμε εικόνες από την τελετή απονομής του Κρατικού Βραβείου Ποίησης 1987 στον Γ. ΣΑΧΤΟΥΡΗ και ακούμε να απαγγέλλονται ποιήματά του. Ο ίδιος αυτοβιογραφείται καθώς μιλά για τις ημιτελείς νομικές του σπουδές, τις πρώτες του ποιητικές συλλογές, τις επιρροές του από τη γαλλική και τη γερμανική ποίηση, τη γνωριμία του με τον υπερρεαλισμό, την αγάπη του για τη ζωγραφική, την απήχηση των έργων του στο κοινό και τη «συνέχεια» της ποίησης. Τέλος, παραδέχεται ότι ο «Τρελός Λαγός» του ομώνυμου ποιήματός του είναι ο ίδιος. . ."
Πηγή: ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΡΤ

Μ.Σαχτούρη, Φάσματα

ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ-ΦΑΣΜΑΤΑ (POETRY)

Όταν ο Σαχτούρης εμφανίστηκε ως Χρυσάνθης

Γ.Ζ.

Ο Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

υπογράφοντας ως Μίλτος Χρυσάνθης δημοσίευσε διηγήματα σε περιοδικά των τελευταίων χρόνων του Μεσοπολέμου. Το 1941 εξέδωσε στον Γκοβόστη τη συλλογή Η μουσική των νησιών μου, αλλά «μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, μάζεψε όσα αντίτυπα είχε στη διάθεσή του και τα έκαψε».

Τον Μάιο του 1945 με την παρότρυνση και με στολίδι εξωφύλλου του Νίκου Εγγονόπουλου τύπωσε στον Ίκαρο τη Λησμονημένη.

Εξακολουθούσε να χειρονομεί όπως και στις επόμενες συλλογές του, σαν κωφάλαλος από τον πόλεμο. Να τραυλίζει «με άλαλη γλώσσα, για τον φόβο, τον πανικό, την τρέλα, τη νεύρωση και τον θάνατο, την ασφυξία και την αυτοκτονία (Α.

Καραντώνης).

Η κριτική μπορεί να άργησε να εκτιμήσει την ποίησή του, αλλά οι ομότεχνοί του τη δέχτηκαν με σεβασμό και επικοινώνησαν μαζί της. Οι θετικές αντιδράσεις των νεωτέρων που του αφιέρωσαν ποιήματα ή παρώδησαν τα δικά του, συγκρίνονται ίσως με τις αντίστοιχες προς τον Καβάφη (Γ.

Περαντωνάκης).

ΤΑ ΔΩΡΑ ( του Μίλτου Σαχτούρη )

Δικτυογραφία για τον Μίλτο Σαχτούρη

Απομονωμένος απ' τον κόσμο, έγραφε για τον κόσμο
Άρθρο του Β.Ρούβαλη στην Ελευθεροτυπία (30-3-2005)

τον άγγιξε ο χρόνος
Πέθανε σε ηλικία 85 ετών ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (in.gr)

Μίλτος Σαχτούρης, Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης 2001

Μίλτος Σαχτούρης (Σαν σήμερα.gr)

Μια δάφνη για τον «Τρελό λαγό»
, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗ

«ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ» Αφιέρωμα στον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη

Μνήμη Σαχτούρη, του Δ.Μαρωνίτη


Ακόμα είναι νύχτα, κύριε Σαχτούρη του Γιώργου Κακουλίδη στο Ριζοσπάστη
Μίλτου Σαχτούρη συνέχεια... , του Γιώργου Κακουλίδη στο Ριζοσπάστη

O πυρετός επιμένει, για τα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη από τον Θανάση Τριαρίδη.

Μίλτος Σαχτούρης, Ελλάνιον

Δύο ποιήματα στη λέξη

Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα

Περι...γραφής, Σαχτούρης Μίλτος: Θλιμμένος Κορυδαλλός...




ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΠΗΓΗ: http://www.youtube.com/watch?v=fG_l1JYXDyI

Μίλτος Σαχτούρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας απο τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.

  • Πρώιμα χρόνια

    Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Απο το γένος του πατέρα του καταγόταν απο την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.

    Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή και επιμονή του πατέρα του, το 1937 ξεκίνησε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία του αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατα τη διάρκεια της κατοχής έπασχε απο φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.

    Η ενασχόλησή του με την ποίηση

    Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941, όταν πρωτοέγραψε ποίηση. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.

    Τα πρώτα του ποιήματα κατακρίθηκαν απο την γενιά του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

    Καταξίωση

    Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.α.

    Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

    Το έργο του

    Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε απο τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε οτι ξέφυγε απο αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυνθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι εννιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγωνται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.

    Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα απο την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.

    Τελευταία χρόνια

    Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί οτι ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη απο τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Επίσης το υπουργείο πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.

    Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό απο το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.

    Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής σχολίασε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλληπητήρια του για τον θάνατου του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».

    Εργογραφία

    Ποιήματα

  • «Η Λησμονημένη» (1945)
  • «Παραλογαίς» (1948)
  • «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952)
  • «Όταν σας μιλώ» (1956)
  • «Τα φάσματα ή Ή χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)
  • «Ό περίπατος» (1960)
  • «Τα στίγματα» (1962)
  • «Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη» (1964)
  • «Το Σκεύος» (1971)
  • «Ποιήματα» 1945-1971 (1977)
  • «Χρωμοτραύματα» (1980)
  • «Όταν σάς μιλώ» (1985)
  • «Εκτοπλάσματα» (1986)
  • «Καταβύθιση» (1990)
  • «Χρωμουταύματα» (1995)
  • «Έκτοτε» (1996)
  • «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998)

Άλλα

  • Ποιός είναι ο τρελός λαγός, συνομιλίες (2000)

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1997), εκδ. Κέδρος, ISBN: 960-04-1171-9
  • Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, εκδ. Εστία
  • Δ.Ν. Μαρωνίτης, Σαχτούρης: Άνθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές (1980), εκδ. Γνώση
  • Νόρα Αναγνωστάκη, Οι δύσκολοι καιροί μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (1973), εκδ. Τραμ
  • Όλγα Σελλά, «Σώπασε ο "άνεμος" του Σαχτούρη», εφημ. Η Καθημερινή, 30 Μαρτίου 2005.
  • Αγγελική Κωσταβάρα (επιμ.), «Μίλτος Σαχτούρης (1919–2005): Συνοπτική εργογραφία», περ. Αντί, περίοδος β΄, τεύχος 858/859, 30 Δεκεμβρίου 2005, σσ. 14–15.
Πηγή: Βικιπαίδεια

Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη

Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη :: Ποιήματα από τις συλλογές Παραλογαίς, Με το πρόσωπο στον τοίχο, Όταν σας μιλώ, Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο, Ο περίπατος, Τα στίγματα, Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη, Το σκεύος.
1. Συλλογή: Παραλογαίς (1948)
α. Τα δώρα / β. Ορυχείο / γ. Ο γάμος / δ. Η μάχη / ε. Το εργοστάσιο / στ. Δεν είναι ο Οιδίποδας

2. Συλλογή: Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952)
α. Του θηρίου / β. Χριστούγεννα 1948 / γ. Η διαδρομή / δ. Η σκηνή / ε. Η αποκριά

3. Συλλογή: Όταν σας μιλώ (1956)
α. Πορτοκαλιά / β. Βρέχει / γ. Το ταξίδι

4. Συλλογή: Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο (1958)
α. Το μαρτύριο / β. Τ΄ αδέρφια μου / γ. Ο τρελός λαγός / δ. Ο στρατιώτης ποιητής / ε. Ο κήπος / στ. Δάσος

5. Συλλογή: Ο περίπατος (1960)
α. Η ιστορία ενός παιδιού / β. Γιατί / γ. Πεντάγραμμο / δ. Το πρωί και το βράδυ / ε. Ο άρχοντας / στ. Το ρολόγι

6. Συλλογή: Τα στίγματα (1962)
α. Επεισόδιο / β. Στιγμές / γ. Κλεψύδρα / δ. Το χρυσάφι

7. Συλλογή: Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη (1964)
α. Θρήνος / β. Κυριακή / γ. Κοιτάμε με τα δόντια / δ. Το καναρίνι

8. Συλλογή: Το σκεύος (1971)
α. Το αμάξι / β. Το χρώμα του πάγου / γ. Ο συλλέκτης / δ. Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα / ε. Σπουργίτια / στ. Το πράσινο απόγευμα / ζ. Το καφενείο / η. Κύριε / θ. Ο Μότσαρτ
Πηγή: Indymedia

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Λίγα ακόμα για τον ποιτή Τ. Σινόπουλο

ΣΟΦΙΑ ΑΔΑΜΙΔΟΥ, ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Ενοικος του παντοτινού, κεκυρωμένος»


Τάκης Σινόπουλος Νέο βλέμμα: 25 χρόνια μετά τον θάνατό του

Του Γιώργου Λίλλη
Περιλαμβάνει βιογραφικό σημείωμα του ποιητή και ποιήματά του.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Ας γράψουμε κι ένα διαγώνισμα

Διαγώνισμα στο ψαράκι της γυάλας του Μ. Χάκκα.

Ας ονειρευτούμε...


Παράλληλα κείμενα

Παράλληλα κείμενα για το διήγημα του Μάριου Χάκκα "το ψαράκι της γυάλας"
και για το ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου "με τι μάτια τώρα πια"

Τίτος Πατρίκιος
1928

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.

Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα ‘βρισκα
για έναν περίπατο στα φώτα και στην άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί του
είχε κι εκείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξι από τη γυναίκα του.)

Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.

Δυο άνθρωποι
σαν και σένα.

Πηγή: http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/paralila/patrikios.dio-anthropi.htm

Μ.Χάκκας - Εισαγωγή στο έργο του Μάριου Χάκκα

Εισαγωγή - ανάλυση - σχόλια στο ψαράκι της γυάλας υπάρχουν εδώ.

Αφιέρωμα: Μάριος Χάκκας

Εκπληκτικό αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας στον Μ.Χάκκα (αξίζει την επίσκεψη).

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Φαγωμένος από τους τερμίτες

Μια περιδιάβαση στα εσωτερικά τοπία του Μάριου Χάκκα


Μια ιδιότυπη περίπτωση των νεοελληνικών γραμμάτων προσεγγίζει ο συγγραφέας. Εκείνη του Μάριου Χάκκα, ο οποίος άφησε ένα σημαντικό έργο από το 1952 που πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνική σκηνή ως το 1972, οπότε και έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο. Ο Ρεπούσης τοποθετεί από την αρχή ακόμη του βιβλίου του το έργο του Χάκκα στη βάση των ιδεολογικών και κοινωνικοπολιτικών αποκρυσταλλώσεων του ίδιου και του περίγυρού του (πολιτική στράτευση, ιδεολογικές μεταπτώσεις, κριτική και αμφισβήτηση της κομματικής γραμμής της Αριστεράς, συνειδητοποίηση της γενικότερης κρίσης ιδεών και αξιών ζωής).

Ενας ακόμη άξονας στη δημιουργία του Χάκκα, που ανάμεσα στα έργα τα οποία μας άφησε συγκαταλέγονται τέτοιας εμβέλειας βιβλία όπως ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, Ο μπιντές και Το κοινόβιο, αποτελεί η οδυνηρή εμπειρία της αρρώστιας και του επικείμενου θανάτου. Ο Χάκκας, μας λέει ο Ρεπούσης, αντιμετωπίζει την αρρώστια του προσπαθώντας να ζήσει ίσως περισσότερο από ποτέ «συνειδητά» και «ολοκληρωμένα» το χρονικό διάστημα που του απομένει, μετατρέποντάς το σε δημιουργική πνευματική παραγωγή.




Ο Μάριος Χάκκας σε σκίτσο του M. Σ. Μιχαήλ. Από την εικονογράφηση του βιβλίου


Εναν τρίτο πόλο στην ανάλυση του Γιώργου Ρεπούση αποτελούν η παρουσία της Καισαριανής και η επίδραση που εκείνη άσκησε στο έργο του Χάκκα, όχι μόνο ως χώρος ιστορικής μνήμης αλλά και ως σκηνικό της βιοτικής περιπέτειας του ίδιου και των οικείων του. Να πώς περιγράφει ο ίδιος ελλειπτικά αυτό το «μυθικό» τοπίο: «Μια στενόμακρη ανηφορική λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά, το ρέμα κι ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα του Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πλιθόκτιστο και κουρελού της προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο». Αναφορά γίνεται και στα θεατρικά του μονόπρακτα (Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά) ενώ εκτενή αποσπάσματα από τα έργα του χρησιμοποιούνται για να τεκμηριώσει ο συγγραφέας τα συμπεράσματά του. Ας συγκρατήσουμε, δίκην μνημοσύνου, τις παρακάτω γραμμές από τον εμβληματικό Μπιντέ του: «Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Πηγή: Το ΒΗΜΑ onLine

Τρεις νεοέλληνες λογοτέχνες

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Τρεις νεοέλληνες λογοτέχνες: Μάριος Χάκκας, Φαίδωνας Ταμβακάκης, Βασίλης Ζιώγας.

Από το άρθρο του κ.Δερμιτζάκη αντιγράφω μόνο τα στοιχεία για το Μ.Χάκκα.
Μάριος Χάκκας, ο πρόωρα χαμένος

Φέτος κλείσανε 20 χρόνια (τώρα βέβαια που σκανάρισα το κείμενο έχουν κλείσει 35) από το θάνατο του πρόωρα χαμένου Μάριου Χάκκα.
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας το 1931. Στη λογοτεχνία κάνει την εμφάνισή του το 1965, με την ποιητική συλλογή «Όμορφο καλοκαίρι». Το 1966 εκδίδεται η πρώτη από τις τρεις συνολικά συλλογές διηγημάτων του με τίτλο «Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού». Η δεύτερη με τίτλο «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» θα εκδοθεί το 1970. Την επόμενη χρονιά θα εκδοθούν τα θεατρικά μονόπρακτα «Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά». Ο Μάριος Χάκκας πεθαίνει στις 5 Ιουλίου 1972, μετά από πολύχρονη, βασανιστική αρρώστια. Δεν θα προλάβει να δει εκδομένη την τελευταία συλλογή του, «Το κοινόβιο», που θα εκδοθεί λίγο αργότερα.
Για τα 35 χρόνια από το θάνατό του θα παρουσιάσουμε την ανέκδοτη παρουσίαση του έργου του που γράψαμε το 1991, 20 χρόνια από το θάνατό του, χωρίς μεταβολές και προσθήκες.
Η πρώτη συλλογή αποτελείται από 25 διηγήματα χωρισμένα σε πέντε ενότητες. Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Του στρατού». Πρωταγωνιστές τους είναι μουλάρια και μουλαράδες. (Μουλαράς είναι η ειδικότητα που αποκτούσαν οι «χαρακτηρισμένοι» στο στρατό). Τα διηγήματα αυτά είναι κατά βάση σατιρικά.
Ο «Κολοβός» είναι ένα ατίθασο μουλάρι. Ο διοικητής αναγκάζει έναν από τους στρατιώτες της μονάδας που αποφεύγει να παρακολουθεί τα μαθήματα εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης, δηλαδή της αντικομουνιστικής προπαγάνδας, να το ιππεύσει, ελπίζοντας ότι το μουλάρι θα τον πετάξει κάτω και θα τον σκοτώσει. Όμως οι δυο απείθαρχοι, ο φαντάρος και το μουλάρι, τα πάνε μια χαρά. Στο τέλος της ιππασίας είναι ανεκδιήγητο.
«Γύρισε τα θεόρατα σφιχτά καπούλια του προς το γραφείο του διοικητή και χωρίς μεγάλο ζόρι τράβηξε μια πορδή (μα μια πορδή!!!) που σείστηκε το τάγμα όλο. Ο καβαλάρης δεν έπαθε αβαρία, γιατί ήταν εκτός βολής. Μόνο που κουφάθηκε λίγο. Όμως τα τζάμια του Διοικητηρίου γίναν θρύψαλα κι οι λαμαρίνες απ' τα τωλ τρίξανε τόσο δυνατά που πολλοί νομίσανε πως γίνεται σεισμός ή κάποιος αιφνιδιασμός, μπορεί και πόλεμος και τους πιάσανε στον ύπνο...»
Στη «Φυλετική αφύπνιση» ένας γύφτος ανακτά την αξιοπρέπειά του βλέποντας στον κινηματογράφο ένα Ταρζάν πιο μελαχρινό απ' αυτόν να κάνει χίλια δυο κατορθώματα. Στο τρίτο διήγημα,"ένα μουλάρι αφηγείται" την τρυφερή του σχέση με ένα μουλαρά. Στο "Ένας αγνοημένος φιλέλληνας" σατιρίζονται οι φιλοναζιστές εθνικόφρονες αξιωματικοί. Στη "Μουλαροπεριπέτεια", Τα μουλάρια εκδικούνται την ταπείνωση των αναβατών τους από τους κατοίκους ενός χωριού, γεμίζοντάς το καβαλίνες.
Τα διηγήματα "Της φυλακής" αναφέρονται στους πολιτικούς κρατούμενους. Η "Μπουμπούκα" είναι ένα πουλάκι με το οποίο έχει αναπτύξει τρυφερές σχέσεις ένας από τους κρατούμενος. Κάποτε το χάνει. Άδικα περιμένει τον ερχομό του. Το έχει σκοτώσει ένας από τους φύλακες. Στο "Σινεμά" σατιρίζονται πρακτικές του αριστερού κινήματος σε σχέση με "αποκλίνοντες" συντρόφους. Η κριτική της αριστεράς αποτελεί εξάλλου μια από τις κύριες θεματικές των διηγημάτων του.
Στο "Σπάσιμο" βλέπει με συμπάθεια τον αγωνιστή που είναι έτοιμος να σπάσει σε μια στιγμή αδυναμίας. Η στιγμιαία αυτή αδυναμία, παρόλο που ξεπεράστηκε αμέσως, δεν θα του συγχωρεθεί από τους συντρόφους του.
"Οι άλλοι", οι σύντροφοι, θα γίνουν έξαλλοι από το ροχαλητό του νεοφερμένου συντρόφου, κι ας τους έχει μοιράσει σχεδόν όλα του τα υπάρχοντα, και όχι μόνο το 50% όπως επέβαλλαν οι κανονισμοί των πολιτικών κρατουμένων.
Η "Αποφυλάκιση" είναι μια ελεγεία για τον αγνό αγωνιστή της αριστεράς. Κάνει όνειρα για την αποφυλάκισή του. Κάποτε έρχεται η μέρα. Ενώ όμως δρασκελίζει το κατώφλι της φυλακής, τον σταματάνε και του κάνουν έρευνα. Βρίσκουν πάνω του ένα μήνυμα των φυλακισμένων προς το κόμμα, και τον ξαναρίχνουν μέσα.
"Ένα πόδι μετέωρο...τα ξύλα της κάσας που κόλλησαν πάνω
του σε σχήμα φερέτρου, ένα βήμα ανεκπλήρωτο... το χωμάτινο δρόμο τ' απόβροχου μέσα στ' απόγευμα. .. ερευνήστε ξανά τη βαλίτσα...."
Δεν είναι στίχοι ποιήματος, είναι αποσπάσματα από την προτελευταία παράγραφο. Οι ανάπαιστοι αυτοί καιριότατοι, παραπέμπουν συνειρμικά στη δόξα που "μελετά τα λαμπρά παλικάρια. "Λαμπρό παληκάρι κι αυτός.
Το "Καταπληκτικό", το πρώτο από τα διηγήματα "Της ζωής", αναφέρεται στον συμβιβασμό που έκανε ένας μουσικός, αναγκαζόμενος να γράψει "μπουζουκομουσική", για να δώσει ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Δεν θα παραξενευόμουν αν ο συγγραφέας, γράφοντας αυτό το διήγημα, είχε υπόψη του τον Θοδωράκη.
"Το μαντήλι, ο έρωτας και το συνάχι", με ένα συμβολισμό αντίστοιχο με τον ποιητικό, δείχνει το τέλος ενός ειδυλλίου με την αρχή του φθινοπώρου.Ο άντρας το αποδίδει στην αποτυχία του τελευταίου τους ραντεβού, γιατί ήταν συναχωμένος. Ήταν μάλιστα τόσο συναχωμένος, που αναγκάστηκε να ζητήσει και το μαντήλι της φίλης του.
Και η φίλη του; Πού απέδωσε αυτή το τέλος της σχέσης τους;
"-Το μαντήλι Πόπη μου, το μαντήλι, είναι πάντα χωρισμός. Αν δεν του είχα δώσει το μαντήλι, δεν θα χωρίζαμε ποτέ."
"Στη σάλα του σύμπαντος κόσμου" ο ήρωας αντιμετωπίζει όχι μόνο την απογοήτευση ενός χωρισμού που νόμιζε πρόσκαιρο, αλλά και την εξαπάτηση της τουρίστριας φίλης του που του έκλεψε τον παραπάνω τίτλο, προορισμένο για ένα δικό του έργο, για να φτιάξει ένα συναρπαστικό ρεπορτάζ από τη σχέση τους.
Η "επέτειος" ενός γάμου χαλάει όταν η γυναίκα θυμίζει στον φουκαριάρη σύζυγό της τον δοσά. Είναι έτοιμοι να κάνουν έρωτα. Όμως αυτός αδυνατεί. "Σου είπα δεν θέλω πια. Μη με σκαλίζεις. Δε γίνεται. Καταλαβαίνεις, δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Ο δοσάς αυτή τη στιγμή στο κρεβάτι μου. Ασιχτίρ."
Το "λεωφορείο ο κόσμος" είναι μια τραγελαφική περιγραφή του επιβατικού κοινού ενός λεωφορείου.
"-Ένα βήμα μπρος, ακούστηκε η φωνή του εισπράχτορα απ' το μεγάφωνο.
-Το "Ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω" του Λένιν σπουδαίο βιβλίο, είπε ο ένας από τους δυο νεαρούς που δεν νοιάστηκαν καθόλου για όσα συνέβηκαν στο λεωφορείο.
-Και το "Τι να κάνουμε" πρέπει να το ξαναδιαβάσουμε."
"Τ' ανάποδα" είναι πέντε διηγήματα, καταπληκτικά σαν σύλληψη, που θα τα ζήλευε και ένας Κάφκα.
Το πρώτο, δισέλιδο, με τον τίτλο "Τηλέφωνο" μοιάζει περισσότερο με άσκηση στη φόρμα. "Το τηλέφωνο κτυπούσε... Ήταν ένας πελάτης. Διαμαρτυρόταν για κάποιο διαμαρτυρημένο γραμμάτιο. "
Στο "Πτώμα" ο ήρωας "βρέθηκε τελικά μπλεγμένος σ' ένα παρόν όλο χρέη που χρειάστηκε να το ξοφλήσει απ' το μέλλον".
Πώς; Προπουλώντας το πτώμα του. Ήταν αδύνατο πια να ξεφύγει. Η πράξη πώλησης αναγραφόταν στο διαβατήριο του και έτσι δεν μπορούσε να το σκάσει στο εξωτερικό.
Θέλει να εκδικηθεί. Όχι, δεν θα πάρουν το πτώμα του. Ρίχνεται μέσα σ' ένα καιγόμενο χτίριο, να καεί. Ακούει τις φωνές ενός παγιδευμένου παιδιού. Να το σώσει;
"Αυτό το παιδί μεγαλώνοντας θα μπλεχτεί σ' ένα παρόν όλο χρέη, θα πουλήσει το μέλλον του, θα προεισπράξει το πτώμα του. Γιατί η προσπάθεια αυτού του παιδιού στη ζωή, τη δικιά του, αφού το αποτέλεσμα ήταν γνωστό; Για το κέρδος της αγωνίας και μόνο;
Σαν την Φραγκογιαννού, δεν θα το σώσει.
Στην «Τροχαία περίπτωση ο ήρωας, ενώ παίρνει τις πιο εξονυχιστικές προφυλάξεις για να μην τον παρασύρει κανένα αμάξι, θα διαμελιστεί τελικά από ένα φορτηγό στην προσπάθειά του να σώσει ένα γεράκο που πουλούσε μαλλί της γριάς.
Στο "Ζήτημα" γίνεται μια σατιρική αναπαράσταση συνεδρίασης της αριστεράς, με την ξύλινη γλώσσα των τυποποιημένων και επαναλαμβανόμενων φράσεων, κενών ή συγκεχυμένων νοημάτων. Ο ήρωας, όταν αντιδρά, εκπαραθυρώνεται.
"Οι κουφοί" είναι επίσης μια σάτιρα της Αριστεράς. "Ενώ άκουγε εξαίρετα τους καθοδηγητές, τα ανώτερα όργανα, ήταν θεόκουφος στα κατώτερα όργανα, στα πιο
κάτω στελέχη."
"Η σύσκεψη" είναι κι αυτό ένα σατιρικό κείμενο για τις ατέλειωτες "υπνοφόρες" (έτσι τις χαρακτήρισε πετυχημένα ένας σύντροφός μου εκείνα τα χρόνια) συνεδριάσεις της Αριστεράς. Ο ήρωας αναρωτιέται πώς, ενώ είναι ανοιχτή η πόρτα της εισόδου, αδυνατεί να ξεφύγει. Πολλοί αναρωτιόμαστε ακόμη.
Στο "Συμβούλιο" ο σύμβουλος εισηγείται την παραχώρηση "δωρεάν ταφίου εις τον εκλιπόντα συνάδελφον Αθανάσιον Αθανασίου. .. διότι παραχωρούντες τώρα ταφίον εις τον αείμνηστον Αθανάσιον Αθανασίου αι επερχόμεναι γενεαί των συμβούλων θα παραχωρήσουν και εις ημάς δωρεάν ταφίον, διότι άλλως, διατί να εγκαταλείπωμεν τας εργασίας μας και να ασχολούμεθα με το Δημαρχείον, το οστεοφυλάκιο και το νεκροταφείον; Κάλλιστα δεν θα ησχολούμην με τα κοινά, εάν δεν υπήρχε αυτή η τιμητική διάκρισης αποκτήσεως μονίμου τάφου, ταφόπετρας η οποία αιωνίως θα με σκεπάζει και σταυρού ο οποίος θα φέρει χαραγμένο το όνομα μου, την ιδιότητά μου ως συμβούλου και το συγκινητικό ενδιαφέρον μου για το νεκροταφείον της πόλεώς μου, δια να βλέπουν οι επερχόμενοι πόσο μικρόν το παραλάβαμε και πόσον μεγάλο το απεδώσαμεν και να έχουν την φιλοδοξίαν να το επεκτείνουν προς άπασας τας κατευθύνσεις, καλύπτοντες την πόλιν όλην με τάφους οικογενειακούς, ατομικούς, συγγενικούς, μονίμους, προσωρινούς, επ' ενοικίω, δι αντιπαροχής, δια προπωλήσεων, με δόσεις, τάφους βρεφών οι οποίοι είναι οικονομικότεροι διότι καταλαμβάνουν ολιγότερων χώρον, τάφους τρυφερών κορασιών, διότι λειώνουν γρηγορότερον, τάφους ονείρων, τάφους ελπίδων, τάφους ερώτων, διότι δεν πιάνουν καθόλου χώρον..."
Στις μεταγενέστερες εκδόσεις της συλλογής περιλαμβάνονται και τρία διηγήματα που πρωτοδημοσιεύθηκαν στα "Νέα Κείμενα 2" τον χειμώνα του 72, σύμφωνα με επιθυμία του συγγραφέα. Το "Ένα κορίτσι" "είναι τρελή. Μ' όλα τα παρακάλια των δικών της είπε πως προτιμάει τη φυλακή παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν". Αυτοί που γύριζαν ήταν οι συλληφθέντες από τη χούντα, που γύριζαν στα σπίτια τους αφού υπόγραφαν δήλωση.
Στο "Ψαράκι της γυάλας" όπως και στο "Ο Γιάννης το θεριό μυρμήγκι" δεν υπάρχει η αντίθεση ανάμεσα στους σπασμένους και σ' αυτούς που δεν θέλουν να το
βάλουν κάτω, όπως στο προηγούμενο διήγημα. Υπάρχει ο σπασμένος που διατηρεί μέσα
του κάποιες σπίθες ηρωισμού. Στο "Ψαράκι της γυάλας" (που ανθολογείται στα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Λυκείου) ο ήρωας, συμβιβασμένος από χρόνια, θα ρισκάρει τη σύλληψη (η χούντα εκείνο τον καιρό συνελάμβανε όλους τους φακελωμένους) επιστρέφοντας σπίτι του, για να γλιτώσει το ψαράκι στη γυάλα που το είχε ξεχάσει στη βιάση του να φύγει.
"Ο Γιάννης το θεριό μερμήγκι" ωρύεται μέσα στο κελί του, τύφλα στο μεθύσι, κατά των κομμουνιστών, μπας και τον αφήσουν. Ο αφηγητής, φυλακισμένος μαζί του, στην αρχή τον φοβάται, καθώς τον βλέπει έτσι μπρατσωμένο. Τον στριμώχνει όμως σιγά σιγά, αναγκάζοντας τον να παραδεχθεί με τρόμο το κομμουνιστικό
παρελθόν του που δεν ήταν ολότελα παρελθόν, αφού αποδεικνύεται ότι πριν λίγο είχε γεμίσει το Παγκράτι με συνθήματα, μαζί με ένα φίλο του. Ο αφηγητής μάταια θα τον αναζητεί επί μήνες στην ταβέρνα όπου συχνάζει. Εξακολουθεί να είναι μέσα.
"Ο μπιντές και άλλες ιστορίες" είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα. Εκδομένη το 1970, την χωρίζουν τέσσερα χρόνια από την πρώτη συλλογή.
Παρόλο που ο τίτλος λέει "...και άλλες ιστορίες", οι άλλες ιστορίες, εκτός από τον μπιντέ, είναι λίγες. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα από τα κείμενα αυτά δεν είναι ιστορίες, αλλά "εξομολογήσεις", όπως δηλώνει πολύ χαρακτηριστικά ο υπότιτλος της πρώτης ομάδας κειμένων. Οι εξομολογήσεις αυτές, με τη μορφή του εσωτερικού μονόλογου, έχουν ένα ποιητικό, λυρικό χαρακτήρα, που ώρες ώρες γίνεται ολότελα κρυπτικός.Ο ποιητής, με οξυμένη την ευαισθησία του από την αρρώστια και την απογοήτευση της δικτατορίας, έχοντας ήδη βιώσει την παραίτηση και τον συμβιβασμό των πολλών, την απογοήτευση των ("Τυφεκιοφόρος του εχθρού" μόνο με μια τέτοια γλώσσα θα μπορούσε να εκφραστεί. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το "Έτσι, σαν πρόλογος" της συλλογής, και από την άποψη του ύφους και από την άποψη του ιδεολογικού στίγματος της συλλογής.
"Τόσα χρόνια σ' αυτόν τον μάταιο πόλεμο, κι ακόμα πασχίζω, γαβγίζοντας, έστω κι ας μην μπορώ να δαγκώσω, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημόσιων καμπινέδων, αφημένος στο επικίνδυνο μπότζι των νεύρων μου να μου χαράζει πορεία, ανοίγοντας κλουβιά καναρινιών στο καταχείμωνο, που θα βρεθούνε σαν τα όνειρα μας κόκαλο στο ρείθρο ή φτερά να ταξιδεύουν πάνω απ' αυλές, οδούς και στέγες - πούπουλα".
Στην πρώτη εξομολόγηση ο συγγραφέας αναφέρεται στο "τσαλάκωμα" της ζωής του.
"...Όλα αυτά περάσανε μέσα μας, όπως χαπάκια που τα διέλυσαν άλλοι κρυφά στο φαΐ μας και δεν το πήραμε είδηση, ιδέες που μας τις πάσαραν με μια επιδέξια κίνηση, ίσως στον ύπνο, ένεση που μας την έκαναν με υψηλό πυρετό και δεν αισθανθήκαμε μέσα στο λήθαργο ούτε το τσίμπημα".
Στην "Περίπτωση θανάτου" ο συγγραφέας αναλογίζεται με απελπισία την προοπτική του πρόωρου θανάτου του.
"...έζησα, προχωρώντας στην τελική ευθεία, χωρίς να 'χω τουλάχιστον τρεις πήχες χασέ, τα μπουρμπουάρ των τραυματιοφορέων, κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη".
Οι "Εξαιρετικές στιγμές" είναι η αναπόληση μιας αγάπης που στο "Ένας χωρισμός" αποκαλύπτεται η αναξιότητά της. Η "Αυτοπυρπόληση" είναι οι φαντασιώσεις κάποιου που περιμένοντας τη γνωμάτευση του γιατρού νομίζει ότι πάσχει από ανίατη αρρώστια. Ανακουφίζεται απέραντα όταν, μετά την εξέταση, τον καθησυχάζει ο γιατρός. (Ανάλογο θέμα αναπτύσσει και η Μάρω Βαμβουνάκη στο διήγημά της "Τα γνωστά και τα άγνωστα" από τη συλλογή "Ιστορίες με καλό τέλος". Η ηρωίδα, σίγουρη ότι έχει καρκίνο, θα ξαναγυρίσει απελπισμένη στον πρώην άντρα της για να τον εγκαταλείψει πάλι μόλις οι εξετάσεις που παίρνει δείξουν αρνητικές.)
"Ο φόνος" είναι η αφήγηση ενός τρελού.
"...Ο Μαρξ ήταν μεγάλο κεφάλι... στη ζωή μου με ταλαιπώρησε και έπρεπε κάποτε να απαλλαγώ κι απ' αυτόν".
Μια γυναίκα με την οποία τα είχε, του έφυγε γιατί της είχε ζαλίσει το κεφάλι με τον Μαρξ. Φαντάζεται να τη διαμελίζει σαν κούκλα.
"...ας γύριζε πίσω για ένα ήσυχο ύπνο. Υπόσχομαι να μην ξαναβγάλω άχνα για Μαρξ. Κι ο νόμος της υπεραξίας του, καλά που τον ξέρουμε για να πιάνουμε τους άλλους κορόιδα. Όχι πια πάλη των τάξεων, μόνο πάλη κορμιών στο κρεβάτι."
Το ίδιο πράγμα θα πουν αργότερα ο Μίλαν Κούντερα και ο Χρόνης Μίσσιος.
Οι ιστορίες με υπότιτλο " Η διάλυση" δεν είναι κι αυτές παρά εξομολογήσεις. Στην "Κατά Μάικ" εξομολόγηση, ο Χάκκας αναπτύσσει πάλι το δίδυμο του σεξουαλικού κηρύγματος με την κριτικής ενάντια στο κόμμα. "Μόνο ο σεξουαλισμός θα μας σώσει, ο σοσιαλισμός δεν θα έλθει", θα αναφωνήσει αφοριστικά. Καλά που ο Τάκης σκοτώθηκε νωρίς. "Πώς θα γινόταν ο Τάκης αν ζούσε, πώς θα τον σιάχναν οι δικοί του νομίζετε; Ίδιο με τον άλλον τον Τάκη, τον ανορθόδοξο. Εκεί θα καταντούσε. Κι έτσι δεν έχει καμιά σημασία ούτε για κείνον που έζησε, ούτε για κείνον που χάθηκε. Δεν υπάρχει δικαίωση. Κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή, κι ίσως το μόνο που υπάρχει είναι η στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δεν στάθηκε ή δεν περπάτησε".
Το "Κατά των ανθέων" είναι μια σπαρταριστή σατιρική αφήγηση ενάντια στις συμβατικότητες που καταστρέφουν την ερωτική αμεσότητα και τον αυθορμητισμό. Επιδιώκοντας ο ήρωας μια τέτοια αμεσότητα με μια κοπέλα, θα τα κάνει θάλασσα.
Η "Τοιχογραφία" είναι μια ελεγεία για την Καισιαριανή του κατοχικού θρύλου.
"Καισαριανή, ιδρώνω, Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά της μεσιτείας και ρεύεσαι... Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου... Τίποτα δεν μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπό σου, σαν γέρικο σκυλί που γλύφει τις πληγές του στην επούλωση... ".
Στο "Νερό" επικρατεί η ίδια σαρκαστική διάθεση.
"Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ' ένα οικοπεδάκι σ' εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ' αυτοκίνητο μου τρέχει μ' εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δένδρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, πού να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σου φαίνεται η καινούρια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιο κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Και το πατούμενο; Καλά, έ; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Κάποτε πατούσα ξυπόλυτος κι έτριζε η γη. Άλλα χρόνια..."
Στον "Γκορπισμό" ο συγγραφέας ταλανίζεται πάλι από το ενδεχόμενο του επερχόμενου θανάτου του.
"...αν θα υπάρξω, είμαι τώρα πια βέβαιος, δε θα οφείλεται στα γραφτά μου, αλλά στις πράξεις μου, στα κορίτσια που χάιδεψα, στους φίλους που φίλεψα παρηγοριά κι εγκαρτέρηση, για όσο καιρό φυσικά θα υπάρχουν κι αυτοί."
Ο συγγραφέας κάνει σύγκριση του νοσοκομείου όπου βρίσκεται με τη "Φυλακή", στην ομώνυμη ιστορία. Στη φυλακή υπάρχει η ελπίδα της αποφυλάκισης, στο νοσοκομείο δεν υπάρχει καμιά.
Ο επικείμενος θάνατός του δεν είναι όμως η μόνη αιτία της θλίψης του.
"Δεν κρατιέμαι πια από πουθενά. Απ' όπου κι αν πιάστηκα, σπάσαν ξερά κλαδιά. Η ανθρωπότητα αδιαφορεί για την ύπαρξή μου κι εγώ άλλο τόσο για κείνη. Οι ιδεολογίες δεν είναι πια στρογγυλές, τόσα ρήγματα και τόσα μπαλώματα. "
Στον "Τρίτο νεφρό" ο συγγραφέας θλίβεται για το μισοτελειωμένο έργο του.
"Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ' όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν άλλοι, την κατέγραψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παρά πέρα. "
Στο αφήγημα αυτό υπάρχει ένα από τα ωραιότερα λογοπαίγνιά του, που αποτελούν ένα από τα κύρια υφολογικά χαρακτηρίστηκα του έργου του. Βρίσκει την "ποίηση για την ποίηση" του Mallarme, mal armee (καλά εξοπλισμένη). Ζητά μια ποίηση βιωματική, που να βγαίνει μέσα από τον πόνο, alarmee (τρομαγμένη, αφυπνισμένη) προϋπόθεση για να γίνει bien armee (καλά οπλισμένη).
Στην τρίτη υποενότητα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής έχουμε πραγματικές ιστορίες, όπως στην πρώτη συλλογή. Ο "Μπιντές" είναι ένα σατιρικό κείμενο γι αυτούς που σκοτώνονται μια ζωή για να αποκτήσουν ένα σπιτάκι. Οι "Άφαντοι" είναι κάποιοι αγνοούμενοι της Μικρασιατικής καταστροφής που προτίμησαν να μείνουν στην Μικρά Ασία παρά να γυρίσουν στις μέγαιρες συμβίες τους, που δεν θα πάψουν να τους αναζητούν.
"Ο φωτογράφος" είναι μια Καυκική ιστορία. Ο φωτογράφος γερνάει στο φωτογραφείο του προκειμένου να πετύχει τη σωστή μεγέθυνση της φωτογραφίας ενός νεκρού. Η χήρα του δεν τον αναγνώριζει. Και όταν σε μια τελευταία απελπισμένη χειρονομία βάζει τα δικά του χαρακτηριστικά, εκείνη θα αναφωνήσει:
"Εσύ είσαι, και κλαίει μ' αναφιλητά." Ποιο το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας;
"Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια."
"Το καμιόνι" αναφέρεται στον Μήτσο, που είναι μόνιμα κυνηγημένος.
"Με κυνηγάει ακόμη. Με κυνηγάει για μια κλεμμένη γερμανική κουραμάνα. Με κυνηγάει ένα εγγλέζικο τανκ για μια ροχάλα τάλιρο στο φινιστρίνι του. Με κυνηγάνε όλοι οι μυστικοί της συνοικίας. Με κυνηγάει ο δοσάς της γειτονιάς ζητώντας την τελευταία δόση απ' το πρώτο μου κουστούμι. Με κυνηγάνε της κρεβατοκάμαρας γραμμάτια."
Στο τέλος θα σκοτωθεί από καμιόνι. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έπεσε επίτηδες πάνω του.
Το "Ένα κρανίο γεμάτο λουλούδια" είναι μια σουρεαλιστική αφήγηση.
"Η Νούλα ήταν το μοναδικό κάδρο που φορούσε καπέλο, κάτι λουλούδια σάπια που μπλέκονταν με τα μαλλιά της, κι όλα μαζί στούμπωναν το εσωτερικό του κρανίου". Κάποια στιγμή η Νούλα λέει: "Τώρα βγάζω το καπέλο μου". Προσπαθούν να την αποτρέψουν. Μάταια.
"Όλοι τώρα βλέπαμε το ανοιγμένο κρανίο, τη μαύρη τρύπα να χάσκει. Μερικοί σκύβαν πάνω απ' την άβυσσο μήπως και διακρίνουν στο σκοτάδι της ποίησης νέα σχήματα, ρίζες για νέα λουλούδια, αν υπήρχε έδαφος και γι άλλη ανθοφορία να κλείσει το χάσμα..."
Οι "Θέσεις" είναι επίσης ένα σουρεαλιστικό, σατιρικό αφήγημα για τους κατέχοντες τις κομματικές θέσεις και οι οποίοι μοιράζουν, μέσω της γνωστής πελατειακής σχέσης, τις θέσεις στο δημόσιο. Ένα εξαγριωμένο πλήθος ορμάει πάνω στον υπάλληλο.
"Πρώτα θα τον ξεχωρίσουμε από την καρέκλα, άλλο αυτός και άλλο η καρέκλα", κι έβγαλε σφυρί και καλέμι. "Μετά θα ξηλώσουμε το νάρθηκα να μείνει το μυαλό του ελεύθερο και θα σπάσουμε την αγκύλωση της σκέψης του. Χωρίς "θέσεις" πια
ελπίζω να κινηθεί πιο ανθρώπινα. Τέλος θα τον μπάσουμε σε μια αγωγή σωστού περπατήματος..."
"Το λαχείο" είναι ένα δεύτερο "Ψαράκι της γυάλας". Ο συμβιβασμένος σαραντάρης που ονειρεύεται τον πρώτο λαχνό, θα παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό ενός εικοσάρη, αντικαθρεπτισμό της νιότης του, και σε μια ελάσσονα ηρωική χειρονομία, θα πετάξει το λαχείο, στο οποίο είχε επενδύσει τόσες ελπίδες, στον υπόνομο.
Το "Μη μόναν όψιν" αναφέρεται στην μετά από χρόνια τυχαία συνάντηση ενός επίδοξου εκτελεστή με το θύμα του, επίσης εκτελεστή. Το θύμα θα πει με πίκρα:
"Εσύ γνώρισες το πραγματικό πρόσωπο μου. Εγώ πώς θα γνωρίσω του δικού σας, που πια δεν υπάρχει; Χαροπάλεψε μάταια. Πέθανε λίγες μέρες μετά. Έρχεται στα όνειρα πάντα μπρουμουτισμένος στην άσφαλτο... "
Μια ζεστή ανθρώπινη σχέση θα αναπτυχθεί ανάμεσα στους δυο πάλαι ποτέ αντιπάλους.
"Η επιστροφή του αόρατου, ένας κάπως αισιόδοξος επίλογος", είναι ο μονόλογος ενός ανθρώπου που φαντάζεται μια κουδουνίστρα για μεγάλους, που μέσα θα έχει τα σκάγια από άχρηστα πια φυσίγγια.
Η τρίτη συλλογή, "Το κοινόβιο", εκδίδεται όπως είπαμε το 1972, λίγο μετά το θάνατο του συγγραφέα. Στο "Κοινόβιο", το ένα από τα τρία εκτενή αφηγήματα της συλλογής, ο συγγραφέας ονειρεύεται μια κοινοβιακή ζωή με τους φίλους του (τους συναντήσαμε ήδη στην προηγουμένη συλλογή) στο μοναστήρι του άη Γιώργη του Κουταλά, κάπου μεταξύ Καισαριανής και Καρέα. Ο πόνος μπροστά στον επερχόμενο θάνατο και η θλίψη για την επένδυση σε ένα αγώνα χωρίς αντίκρυσμα, που υπονομεύθηκε από τα μέσα, είναι πιο έντονα εδώ.
"Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις, που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο. Έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω. Έτσι και σου ξέφευγε, γινόσουν ύποπτος.)"
"Δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με τα κοινά, μόνο με τις κοινές", λέει κάνοντας το γνωστό του λογοπαίγνιο. Ο έρωτας είναι το μόνο απτό και συγκεκριμένο. Ονειρεύεται ένα εικοσάρη υπουργό έρωτα, που θα παίρνει τα απαραίτητα μέτρα
ώστε να απολαμβάνει καλύτερα καλλίτερα τον έρωτα η νεολαία.
"Για τους μεγάλους κανένα σύστημα και καμιά κοινωνία του μέλλοντος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτοί θ' αντιμετωπίζουν τον μέγα εξουσιαστή, τον υπουργό του Θανάτου. Εγώ ήδη τον βλέπω κατάματα, νιώθω πολλές φορές να μου χαμογελάει,
κι έτσι σιγά σιγά εξοικειώνομαι να μην ελπίζω".
Το κοινόβιο είναι όνειρο. Οι φίλοι του είναι βολεμένοι ή διαλυμένοι. Κάποιοι μάλιστα είναι νεκροί. Η τετάρτη που συναντώνται "κατάντησε γι αυτούς που απομένουν μνήμη και νεκρολόγιο".
Και η θητεία στην Αριστερά ήταν μια συμμετοχή σε ένα είδος κοινοβίου. Όμως, γράφει,
"...δεν μπόρεσα να σταθώ σε κανένα κοινόβιο, είμαι ανεπιθύμητος, γκρίνιαζα, γι αυτό και κάθε σελίδα γέμιζαν οι πνεύμονες, η κοιλιά, το συκώτι, κάθε φράση και κάθε παράγραφος κι από ένας καρκίνος. Μόνο ο εγκέφαλος έμεινε απείραχτος, όσο υπάρχει κι αυτός, να κάνω κανένα καλαμπούρι".
Όμως υπάρχει ένα κοινόβιο που τον περιμένει. Αυτό στους ουρανούς.
Το δεύτερο μεγάλο αφήγημα, "Τα τελευταία μου", γράφεται κάτω από τη ζοφερή προοπτική του επικείμενου θανάτου. Αποτελεί μια μοναδική στο είδος της μαρτυρία για το πώς νιώθει κάποιος που η αρρώστια τον έχει καταδικάσει σε ένα αναπόφευκτο, και μάλιστα κοντινό, θάνατο.
Ακόμη παραπέρα: ένα θάνατο όπου δεν υπάρχει καν η προσδοκία μιας μέλλουσας ζωής. Κι ακόμη: Ο θάνατος αυτός δεν είναι από εκείνους τους ηρωικούς θανάτους, στην υπηρεσία ενός μεγάλου σκοπού. Κι ακόμη: Δεν υπάρχει η πίστη σε κανένα σκοπό. Αυτός που υπήρχε έχει ξεφτίσει.
Σε μια φαντασιακή εκδραμάτιση, ο Μάριος Χάκκας φαντάζεται την κηδεία του. Όχι σαν μια τελετή σπαρακτικού αποχωρισμού από γνωστούς και φίλους.
"Τώρα άλλοι ρίχνουν με φτυάρια, άλλοι για να μη λερωθούν σπρώχνουν με τα πόδια και βουλώνουν το λάκκο, τρεις μαζί κουβαλούσαν μια τεράστια πέτρα, κάποιος πέταξε κι ένα γεμάτο σκουπιδοτενεκέ." Αυτή η φοβερή αίσθηση του ετοιμοθάνατου, ότι οι ζωντανοί θέλουν να ξεμπερδεύουν όσο γίνεται πιο γρήγορα μαζί του!
Το αφήγημα τελειώνει με ένα ποιητικό κείμενο, στο ύφος της Ασκητικής του Καζαντζάκη.
"Δεν θέλω έλεος, δε θέλω έλεος θεέ μου (Το ‘θεέ μου' αναστεναγμός από τα φύλλα της καρδιάς και όχι επίκληση)... Κανέναν, κανένα δεν έβλαψα και τίποτα το πονηρό σε βάρος άλλου δεν έπραξα, έτσι που να δικαιώσω τα λόγια σου
και να δεχτώ την κρίση σου.
Ψάχνω και δεν βρίσκω την αλήθεια, τα κρυφά και τα αφανέρωτα μου μένουν πάντα άγνωστα...
Μη βάζεις εμπόδιο το πρόσωπό σου, άφησέ με να δω και πέρα απ' αυτό. "
Ο "Ένοχος ενοχής" είναι η "Δίκη" του Χάκκα, πιο σύντομη απ' αυτή του Κάφκα. Σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον ο ήρωας θα ανακριθεί, θα δικαστεί, θα καταδικασθεί και θα εκτελεσθεί. Σαν φόρμα είναι αρκετά πρωτότυπο κείμενο, με μια εναλλαγή θεατρικής γραφής και πρόζας.
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Είδατε τη διαφορά των προβάτων; Τ' από κει είναι μαρκαρισμένα, τους έχουνε βάλει με καυτό σίδερο νούμερα επάνω. Τ' από δω είναι ελεύθερα.
Ο Χ: -Είναι αλήθεια, δεν έχουνε σημάδια επάνω τους, όμως τα φυλάει τσομπάνος.
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ:Τέλος πάντων, με ποιους είστε, με τους από δω ή με τους από κει;
Ο Χ: Με τα πρόβατα.
Τα "Ρετάλια", άσχετα από τις συνυποδηλώσεις του γενικού τίτλου και παρά το μικρό τους μέγεθος, είναι κείμενα εξαίρετα σε σύλληψη και σε γραφή. Όπως και τα τρία προηγούμενα, παρά τους ανάπαιστους που κυνηγάνε μόνιμα τον συγγραφέα, δεν έχουν τον κρυπτικό-ποιητικό χαρακτήρα των αφηγημάτων της
προηγουμένης συλλογής.
Στο "Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι" ο συγγραφέας εκφράζει μια χαρακτηριστική μεταμοντέρνα αντίληψη.
"Και η αρμονία μέσα μας κι έξω μας ούτε που με νοιάζει. Μπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι, χέρια-αστέρια και περιστέρια--μαχαίρια με κάνουνε να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην τους ταιριάζει, ας δυοαρμονήσουν και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες...
Στο "με τη θέλησή μου" ο συγγραφέας αναφέρεται πάλι στη σχέση του με την Αριστερά.
"Μου ερχότανε πολλές φορές να πιάσω τα σίδερα και να φωνάξω ‘Βγάλτε με, βρε, άλλαξε τώρα η θέλησή μου' αλλά εκείνοι επέμεναν πως πρέπει να επιμείνω στην αρχική, μάλιστα είχανε πράκτορες ανάμεσά μας που έλεγαν ‘δεν είναι σωστό να αλλάζει κανείς'... Την επόμενη που μου είπαν να ξαναμπώ μέσα με τη θέλησή μου τους απάντησα πως δεν θα μπορέσω. ‘Μα γιατί, είσαι δικός του' επέμεναν οι άλλοι από πάνω, ‘είσαι δικός μας' έλεγαν οι άλλοι από κάτω. Κανενός. Επιτέλους είμαι δικός μου'. "
Στο "Μπροστά σ' ένα τάφο" (του Καρλ Μαρξ) ο συγγραφέας εκφράζει για άλλη μια φορά την απογοήτευσή του από την αριστερά και τους γεμάτους έπαρση συντρόφους, τα Τζουγκασβίλια (Τζουγκασβίλι ήταν το πραγματικό όνομα του Στάλιν) που ξεπάστρεψαν τους λίγους εναπομείναντες καλούς. "Έτσι την πάθαμε όλοι, κι ίσως κι ο ίδιος ο Μαρξ, γιατί δεν πιστεύω να ήθελε αυτούς τους αχώνευτους", καταλήγει ο συγγραφέας.
Το "Ένας θείος" είναι ένα σατιρικό κείμενο για κάποιον που η αστυνομία ενοχλεί κάθε τόσο, θεωρώντας τον φανατικό αριστερό, γιατί του σκότωσαν τον αδελφό "Του σκοτώσαμε τον αδελφό, σκέφτονται, μπορεί να ξεχάσει ποτέ; Με κάτι τέτοια και τέτοια ο Βασίλης τσαντίζεται που δεν τον αφήνουν ήσυχο να ασχοληθεί με τη δουλειά, τα παιδιά και τ' ανίψια."
Στο τελευταίο κείμενο, "Σκοπευτήριο Καισαριανής", ο συγγραφέας φοβάται μια επικείμενη εποχή που ο χώρος θα μοιραστεί σε οικόπεδα, και το σκοπευτήριο θα μείνει μια απλή ονομασία, χωρίς να θυμίζει τους εκτελεσμένους.
Και ανάμεσά τους δεν ήσαν μόνο ήρωες της αντίστασης, υπήρχαν και οι απλοί σαλταδόροι.
"Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα και ιδανικό τους τη ρεζέρβα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Οι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα".
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η θεματική του συγγραφέα είναι οι ταλαιπωρίες του απλού, βασανισμένου ανθρώπου της Αριστεράς, οι εμπειρίες και η απογοήτευσή του απ' αυτό το κίνημα, και ο επικείμενος θάνατός του. Ο λόγος του συχνά είναι εξομολογητικός και ποιητικός. Ένας συχνός αναπαιστικός κυματισμός της γλώσσας δίνει μια ιδιαίτερη μουσική ποιότητα στο λόγο του, που σε απαγγελία μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα. Κατά περίπτωση ειρωνικός και σατιρικός, κάνει απολαυστικά τα κείμενά του. Τέλος η αγάπη του για τα λογοπαίγνια δίνει μια προσωπική σφραγίδα στο ύφος του.

Μάριος Χάκκας: Το ψαράκι της γυάλας

Κριτήριο αξιολόγησης του ΚΕΕ

Βιογραφικά του Μάριου Χάκκα

O Mάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, δευτερότοκο παιδί του Γιώργου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Το 1935 η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή, σε ένα πλινθόκτιστο, προσφυγικό σπίτι -κουζίνα και ένα μόνο δωμάτιο- στην οδό Σμύρνης 49. Το 1950 τελειώνει το Γυμνάσιο και φοιτά στη σχολή Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού με την οποία μεταβαίνει στα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων στη Γυάρο ως Σαμαρείτης. Το 1951 πετυχαίνει σε εξετάσεις για τον ΟΤΕ αλλά δεν προσλαμβάνεται λόγω πολιτικών φρονημάτων. Γνωρίζεται με την μετέπειτα γυναίκα του και συνδέεται με αριστερές πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες του Βύρωνα και της Καισαριανής. Το 1952 μπαίνει στην Πάντειο και το 1954 συλλαμβάνεται και δικάζεται με το νόμο 509. Τον πρώτο χρόνο μένει στις φυλακές Καλαμάτας και τους άλλους τρεις στις φυλακές Αίγινας. Το 1958 βγαίνει από τη φυλακή και στρατεύεται ως στρατιώτης Β΄ κατηγορίας, μουλαράς, μέχρι το 1960. Όταν αποστρατεύεται αρχίζει και δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ. Το 1961 παντρεύεται και μένει στο Βύρωνα, σε ένα δωμάτιο που παραχωρεί στο ζευγάρι η πεθερά του.
Το 1965 τυπώνει με δικά του έξοδα την ποιητική συλλογή "Όμορφο Καλοκαίρι" και το 1966 τυπώνει με δικά του έξοδα πάλι την συλλογή διηγημάτων "Ο Τυφεκιοφόρος του Εχθρού". Το 1967 συλλαμβάνεται από την Χούντα και μένει ένα μήνα στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου. Κατά τη διάρκεια του 1968 γράφει το μονόπρακτο "Ενοχή" και πολλά διηγήματα της δεύτερης συλλογής του. Την επόμενη χρονιά προσβάλλεται από καρκίνο και του αφαιρείται το ένα νεφρό. Το 1970 παρατηρείται μετάσταση του καρκίνου στον πνεύμονα. Εκδίδεται τον Νοέμβριο η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του "Ο μπιντές και άλλες ιστορίες" από τον Κέδρο. Το 1971 ταξιδεύει με τη γυναίκα του στο Λονδίνο, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς μεταβαίνει σε νοσοκομείο στην Γερμανία. Στις 22 Δεκέμβρη του 1971 η Ελληνοευρωπαϊκή κίνηση νέων του αφιερώνει ένα βράδυ. Διαβάζει το "Κοινόβιο" κι ακολουθεί συζήτηση. Μερικοί κριτικάρουν την πολιτική πλευρά του έργου. Το 1972, το Φλεβάρη εισάγεται στο διαγνωστικό Πειραιώς και βγαίνει στις 29. Η κατάστασή του χειροτερεύει απελπιστικά. Κάθε μέρα σχεδόν ανεβαίνει στον Υμηττό, μοναστήρι Καισαριανής, Αστέρι και κάθεται σε πολυθρόνα που κουβαλούν μαζί. Γράφει το διήγημα "Ένοχος Ενοχής". Στις 10 Ιουνίου μπαίνει πάλι στο Διαγνωστικό, όπου γράφει το "Κώνωψ ανωφελής" και τυπώνεται στο μεταξύ η συλλογή διηγημάτων "Κοινόβιο" που δεν θα προλάβει να δει ολοκληρωμένη. Πεθαίνει στις 5 Ιουλίου, τα ξημερώματα.
ΠΗΓΗ: τουκιθεμπλόμ