Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Συνοικία το όνειρο

Το 1961 ο Τάσος Λειβαδίτης  γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία το Oνειρο"¨με τους Kατράκη, Aλεξανδράκη, Γεωργούλη, κ.α. όπου ακούγεται το τραγούδι "Bρέχει στη φτωχογειτονιά".


ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

Το 1961 ο ποιητής  γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία το Oνειρο"¨με τους Kατράκη, Aλεξανδράκη, Γεωργούλη, κ.α. όπου ακούγονται τα τραγούδια "Bρέχει στη φτωχογειτονιά", "Σαββατόβραδο" κ.λ.π. όλα σε στίχους Λειβαδίτη και που με άλλα τραγούδια επίσης σε στίχους Λειβαδίτη θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία".

στίχοι:Τάσος Λειβαδίτης
μουσική:Μίκης Θεοδωρακης

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μά- στις μάντρες τα παιδιά

Σάββατο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός ανέστη
κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κά- κλαίει κάπου μακρυά

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Σαββάτο βράδυ
πίκρα και σκοτάδι
αχ να 'ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χά- κι ο Χάρος να 'ρχονταν
μια Κυριακή μια Κυριακή το βράδυ 


Οι άντρες σχολάν απ' τη δουλειά
και τον βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπό στο υπόγειο καπηλιό

Και το φεγγάρι ντύνει λες
με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτω- στο φτωχοπλυσταριό

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Σαββάτο βράδυ
πίκρα και σκοτάδι
αχ να 'ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χά- κι ο Χάρος να 'ρχονταν
μια Κυριακή μια Κυριακή το βράδυ


Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Δραπετσώνα

Δραπετσώνα με τον Νίκο Δημητράτο
ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος

Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Μα όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Μάνα μου και Παναγιά με τον Γιώργο Νταλάρα
Την πόρτα ανοίγω το βράδι με τη Μαρία Φαραντούρη

Τάσος Λειβαδίτης - Η Δίκη

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Τάσος Λειβαδίτης -Τρία Ποιήματα


Τάσος Λειβαδίτης, Αυτοβιογραφία

Αυτοβιογραφία

 

Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου

στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα

μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα

δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα

για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,

η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα

κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου

εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,

κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,

όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

 

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.

 

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 141, Σεπτέμβρης 1966, σελ. 137)

Το ποίημα αντέγραψα από τη σελίδα http://www.sarantakos.com/kibwtos/et/leibadiths_autobio.html

Η ουσία της ποίησης


Ο Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988) ήταν ένας ποιητής που ζούσε καθημερινά την ποίηση στην κάθε έκφανσή της, ανακαλύπτοντάς την ακόμη και στα πιο πεζά και τετριμμένα πράγματα της καθημερινότητας. Θα έλεγα ότι τόσο πολύ αγαπούσε την ποίηση ώστε την είχε αναγάγει σε τρόπο ζωής. Αλλο τίποτε δεν μαρτυρά η τόση αφοσίωσή του στη μελέτη της και στο ότι την υπηρέτησε και από τις δύο πλευρές -όχι μόνο ως καλός ποιητής αλλά και ως κριτικός: στα περιοδικά Ελεύθερα ΓράμματαΝέα Εστία και Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και στην εφημερίδα της Αριστεράς Αυγή.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Ερωτικό

Watch more YouTube videos on AOL Video

Τάσος Λειβαδίτης - Ο Ζογκλέρ Με Τα Πορτοκάλια

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (1922 -30 Οκτωβρίου 1988)

Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε νομικά, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.

«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.
»

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικούΕλεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954.

[]Σημειώσεις

Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, Τα Λυρικά) και τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Η συνοικία το όνειρο» [1].

Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη «Συμφωνία αρ. 1», το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το «Βιολί για μονόχειρα» και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή «Εγχειρίδιο ευθανασίας».

Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».

[]Έργα

  • Μάχη στην άκρη της νύχτας, 1952.
  • Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, 1952.
  • Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953.
  • Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956.
  • Συμφωνία αρ. 1, 1957.
  • Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια, 1958.
  • Καντάτα, 1960.
  • 25η ραψωδία της Οδύσσειας, 1963.
  • Οι τελευταίοι, 1966.
  • Νυχτερινός επισκέπτης, 1972.
  • Σκοτεινή πράξη, 1974.
  • Οι τρεις, 1975.
  • Ο διάβολος με το κηροπήγιο, 1975.
  • Βιολί για μονόχειρα, 1977.
  • Ανακάλυψη, 1978.
  • Ποιήματα (1958-1963), 1978.
  • Εγχειρίδιο ευθανασίας, 1979.
  • Ο τυφλός με το λύχνο, 1983.
  • Βιολέτες για μια εποχή, 1985.
  • Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, 1987.
  • Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990 (Εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή).

[]Τα άπαντα

Ολόκληρο το έργο του Τάσου Λειβαδίτη κυκλοφορεί σε τρεις τόμους από τις εκδόσεις Κέδρος.

[]Παραπομπές

  1.  Η «Συνοικία το όνειρο» υπήρξε η πρώτη και πιο αξιόλογη σκηνοθετική δουλειά του ηθοποιού Αλέκου Αλεξανδράκη στον κινηματογράφο. Χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς «αριστούργημα» ενώ τα τραγούδια της ταινίας ερμηνεύονται από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση με το αξεπέραστο «Βρέχει στην φτωχογειτονιά». Η προβολή της ταινίας είχε απαγορευτεί προσωρινά αλλά επετράπη κατόπιν παρέμβασης της Ελένης Βλάχου.                                                   

        ΠΗΓΗ: Wikipedia

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

ΜΟΙΡΟΛΟΙ - Τ.ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Μ.ΠΛΕΣΣΑΣ, ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ ΞΑΝΘΙΠΠΗ


Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
όπου θ' ανοίξει η γης, θ' ανοίξει η γης
και θα ραΐσει το βουνό

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
(Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό).

Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ
ν' ανέβεις απ' τη λησμονιά

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
(Παρασκευή Μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό).

Τάσος Λειβαδίτης - Μέρος δεύτερο

Δραπετσώνα. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ερμηνεύει Τάσο Λειβαδίτη

ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΑΛΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου Τάσος Λειβαδίτης
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος?

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ το δέντρο που βρέχεται?

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες?
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ ένα άστρο ή μ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών?

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..

ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ -ΜΙΧΑΛAKΟΠΟΥΛΟΣ


"Μοιρολόϊ της βροχής", από "Τα λυρικά", σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.

"Μοιρολόϊ της βροχής", από "Τα λυρικά", σε ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Η σύνθεση των τραγουδιών έγινε το καλοκαίρι του 1976 στο Βραχάτι. 
ο Μίκης Θεοδωράκης αποφάσισε να τραγουδήσει ο ίδιος θέλοντας να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σχέση του με το έργο αυτό, πράγμα που είχε κάνει στο παρελθόν με τους "Λιποτάκτες", το "Ένας Όμηρος" και το "Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις".

Τάσος Λειβαδίτης - Μέρος πρώτο

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

Ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού που έχουν μελοποιηθεί

Δείτε εδώ τους στίχους ποιημάτων του Μιχάλη Κατσαρού που έχουν μελοποιηθεί από τους Γιάννη Μαρκόπουλο, Μίκη Θεοδωράκη και Θανάση Γκαϊφύλια. 

ΠΗΓΗ: stixoi.info

-«Ποιος παραμένετε αληθινά κύριε Κατσαρέ από τα «είμαι», που έχετε κατά καιρούς διατυπώσει;»

Το έργο του έχει ιδιαίτερη θέση στην σύγχρονη λογοτεχνία. Ελάχιστοι έλληνες έδωσαν τόσο παραστατικά την τραγωδία της καθημερινότητας σε συνδυασμό με την στάση κι ευθύνη του ατόμου.  Παρέμεινε ελεύθερος και βαθιά επαναστάτης. Ασυμβίβαστος μαχητής και ωραίος. Ακριβώς, «όπως τον απεικόνισε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στην ταινία του «Θίασος», σ΄ εκείνη την συγκλονιστική στιγμή που τον ανακαλύπτουν οι σύντροφοί του σ΄ ένα φτηνό ξενοδοχείο μισότρελο, να φωνάζει «ανάπηρη ελευθερία πάλι σου τάζουν»1   Και ήταν ο πρώτος ποιητής που ευτύχησε να δει απόσπασμα από το ποίημά του «Η διαθήκη μου» (συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων») να γίνεται πρωτοσέλιδο θέμα σε καθημερινή αριστερή εφημερίδα (Η ΠΡΩΤΗ). Ουσιαστικά, το ποίημα εκτέθηκε από τα περίπτερα σε χιλιάδες αναγνώστες, δόθηκε ως ευκαιρία αυτοκριτικής μας και προβλήθηκε ως άλλο μέσο περιγραφής της επικαιρότητας, δικαιώνοντας τον ρόλο της Τέχνης, πυροβολώντας με καταπληκτικό τρόπο τον εφησυχασμό και το βόλεμα της αστικής δημοκρατίας. 
   
  -«Ποιος παραμένετε αληθινά κύριε Κατσαρέ από τα «είμαι», που έχετε κατά καιρούς διατυπώσει;» τον ρώτησα σε μια συνάντηση, κάπου στα μέσα της γνωριμίας μας, στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Ζαχαρόπουλος, με αφορμή μια συνέντευξή του για την «Εξόρμηση», με την παρότρυνση του φίλου, διευθυντή της, τότε Νίκου Λαγκαδινού. Τα ειρωνικά μάτια του πίσω από τα μυωπικά γυαλιά σοβάρεψαν. Σώπασε. Το λεπτό πρόσωπο παρέμεινε ακίνητο. Το μπολσεβίκικο κασκέτο αφημένο δίπλα, τόπαιξε νευρικά χωρίς να το σηκώσει, στο χέρι του. Τον παρατήρησα προσεκτικά. Λεπτό μουστάκι, θεληματικό πηγούνι, αρκετές ρυτίδες κάθετες στο ευρύ μέτωπο και στα μάγουλα, δίπλα στο στόμα, δείγμα στοχασμού και συχνού λόγου. Τα μακριά μαλλιά του πίσω τραβηγμένα θαρρείς από ένα μόνιμο άνεμο, το κλασικό κασκόλ στον λαιμό, τα μισοχαλασμένα δόντια. Λιανοκόκκαλος, ευθυτενής, ανυπόταχτος. Όπου νάναι θα εκνευριστεί και θ’ ανάψει, σκέφτηκα. Θα απλωθεί εκπνοή έξω, θα ανακατευτεί επανάσταση με την ανάσα του κόσμου και θα μας κάψει. Εκείνος αντίθετα, δεν μίλησε. Συνέχισε να με παρατηρεί σιωπηλός σα να με ζύγιζε. Αναγκαστικά προχώρησα στις επόμενες ερωτήσεις, που απαντούσε κανονικά Κάποια στιγμή άρχισε, άσχετα με το θέμα της ερώτησης που υπέβαλα εκείνη την στιγμή, να μιλά με εικόνες σκόρπιες, ανάκατες, για τους προλετάριους που συνεχίζουν την μεγάλη πορεία προς την Καντόνα, τα ουρί για το νέο θεό, την Αμερική που ακόμα περιμένει να ανακαλυφθεί, τον ποιητή που οφείλει να κάνει Τουρ(Τέχνη ουρανού) το Μαζινό που προκαλεί εξέγερση μαζών στο μάζεμα (πλατεία)  Συντάγματος κλπ. 
   
Στην αρχή δεν κατάλαβα το παιχνίδι. Ο λόγος του φαινόταν παραληρηματικός, αποκομμένος από την λογική της στιγμής, χωρίς συνέχεια και σημασία. Με καθυστέρηση κι αφού έγινα, όπως και άλλοι, αποδέκτης ή παρατηρητής παρόμοιων στιγμών αρκετές φορές στο μέλλον, συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα χρησιμοποιούσε αλληγορίες και σύμβολα και πως επρόκειτο για συμπεριφορά απόλυτα ελεγχόμενη και συνειδητή. Δεν ήταν αντίδραση άσχημη, απεναντίας πολύ χρήσιμο μάθημα. 

Στην περίπτωσή μου, πιστεύω, ο Μιχάλης Κατσαρός την απάντηση «στο ποιος παραμένετε;» την δίνει σε εντελώς άσχετη στιγμή, καλυμμένη με σύμβολα, χωρίς λογική δόμηση, την κάνει να μοιάζει με παραλήρημα επειδή; 
* Πρώτα υποδεικνύει έμμεσα ότι οφείλω να αναγνωρίζω (πως βαδίζει ακόμα προλετάριος, παραμένει πάντα επαναστάτης, καταθέτει ανατροπές, οραματίζεται ιδανικά – ουρί σε πνευματικούς παράδεισους, ελπίζει «ρήγματα σε μπετόν» -Μαζινό κλπ) και με συμβουλεύει να μην αναζητώ πιστοποιητικά γιαυτό που βλέπω. 
* Στη συνέχεια συστήνει να μην βασίζομαι στο αναμενόμενο (το λογικό ήταν μια σχετική απάντηση στην ερώτηση), αλλά να είμαι το ίδιο ανοικτός στο απρόσμενο, που ελευθερώνει και,  συνήθως, περιέχει την απάντηση.
* Αργότερα συνειδητοποίησα και την τρίτη υπόδειξή του ότι στο φανερό, αυτό που εμείς νομίζουμε ότι βλέπουμε υπάρχει και το αθέατο-κρυφό, το ίδιο σημαντικό και καίριο για την δράση ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν μείνει άγνωστο «για πάντα και πάντα».
   Αλίμονο σε αυτούς που, ακόμα, ψάχνουν να ερμηνεύσουν τις συμπεριφορές του αποκλειστικά με την λογική τους. 
   
   ….Βιάζομαι, βιάζομαι
   Πριν αλέκτωρ λαλήσει
   Η νύχτα είναι μικρή – μεγαλώνει
   Ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο – οι φωνές
   «κοίτα» - «τώρα» - «το άλλο βράδυ»
   πρέπει πάλι να σας μιλήσω
   
   Μην με κοιτάτε παράξενα.
   Κανένας δεν με γνωρίζει;

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΣΥΝΩΜΟΤΗΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ

Δείτε το 
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΩΝ.

Ο ποιητής ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ και ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ σκιαγραφούν το πορτρέτο του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ, κάνοντας αναφορά στην απλή ζωή του, στην έλλειψη λεπτομερειών για τη προσωπική του ζωή, στην ιδιαιτερότητα και την αλήθεια του ποιητή αλλά και το τραγικό και συνάμα συμβολικό τέλος του. Ακούμε τον ίδιο τον ποιητή να μιλά για τη δουλειά του ως συνθέτης και να τραγουδά αποσπάσματα από το ΜΠΑΡΑΜΠΑΝΤΟΥ και το ΑΧΕ ΗΡΩΑ. Οι ηθοποιοί ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΝΕΝΕΣ και ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΚΡΥΔΑΚΗ απαγγέλλουν στίχους του. Περιλαμβάνονται σκηνές από τη ταινία Ο ΘΙΑΣΟΣ του ΘΟΔΩΡΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ στην οποία περιέχονται αποσπάσματα από το έργο του ποιητή «ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ»

Για τον Μιχάλη Κατσαρό

Ο Λάκης Παπαστάθης αναφέρει στα αποσπάσματα από τις εκπομπές του ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟΥ:

Τέλη της δεκαετίας του '70. Ο Μιχάλης Κατσαρός στο σταθμό του τρένου στο Μοναστηράκι . Μετά στα παλιατζίδικα περιεργάζεται για ώρα μια τεράστια μπότα. Αγέρωχο πέρασμα απ' την Ομόνοια και το Σύνταγμα. Το βάδισμα του ποιητή στην πόλη. Όσοι τον θυμούνται να περπατάει θα καταλάβουν τι θέλω να πω. Μυστηριακός και ευθυτενής, παρών και απών ταυτόχρονα, μ' ένα ρυθμό εντελώς ιδιαίτερο, σχεδόν λάγνο, σαν στυλιζάρισμα σε θεατρική παράσταση. Εδώ η κινηματογραφική εικόνα κρατάει - διασώζει, αποκλειστικά αυτή, κάτι απ' το θρόισμα της ύπαρξής του. Espresso διαδηλωτές γράφουν στον τοίχο έναν στίχο του "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ανάπηρη πάλι σου τάζουν". Ο ποιητής απαγγέλλει τους Σαδδουκαίους. Τα εξωλεκτικά στοιχεία της απαγγελίας, ο ρυθμός, ο τόνος της φωνής και κυρίως το βλέμμα σε σχέση με την κάμερα, κάνουν το ποίημα εκρηκτικό. Μετά, ενώ η διαδήλωση συνεχίζεται, ο ποιητής σαν να απευθύνεται στους νέους απαγγέλλει με πολύ δυνατή φωνή: "Πάρτε μαζί σας νερό το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία".

ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΣ 1920 -1998

Στίς 21/11/1998 πεθαίνει ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός σέ ηλικία 78ετών.
Γεννήθηκε στην Κυπαρισσία.
Το 1945 δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα«Το Μπαρμπερίνικο Καράβι» στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη.
Στήν παρέα του ήσαν Ποιητές και Λογοτέχνες σάν τούς:Παπαδίτσα, Δεπούντη, Γιώργο Γαβαλά, Νάνο Βαλαωρίτη, Κλείτο Κύρου, Λειβαδίτη και Αλέκο Αργυρίου.
Kάποια στιγμή προσλαμβάνεται στην Πολεμική Αεροπορία απ΄όπου και απολύεται λόγω τών φρονημάτων του.
Στην συνέχεια εκδίδει αθλητικό περιοδικό,παίζει κομπάρσος σε ελληνικές ταινίες και ταυτόχρονα γράφει Ποιήματα.
34 ετών γίνεται επώνυμος, με την έκδοση του βιβλίου-σταθμού «Κατά Σαδδουκαίων» (1953), με εξώφυλλο του Νίκου Κούνδουρου. Το μελοποιεί, σε μορφή καντάτας, ο κουμπάρος του (έχει βαφτίσει τον γιο του Στάθη) Μίκης Θεοδωράκης. Το «Οροπέδιο», που γράφτηκε το 1950, έχει μελοποιηθεί από τον Γιάννη Μαρκόπουλο επίσης.
Ποιητής Λοξίας,ιδιόρρυθμος συχνά παραληρητικός δεν χωρούσε σέ καλούπια.
Ο Μίκης τον βρήκε γύρο στο 1953 σέ ένα παγκάκι άστεγο και τον πήρε να τον φιλοξενήσει σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι.
Εκεί μελοποίησε ο Θεοδωράκης τό ΄Κατά Σαδδουκαίων΄.
Οταν παντρεύτηκε ο Μικης την Μυρτώ και γέννησε την Μαργαρίτα ο Κατσαρός τού έγραψε την ΄Μαργαρίτα -Μαγιοπούλα΄.
Ποιητής-Ζωγραφος-Μουσικός ,κάποια στιγμή εκδίδει έναν δίσκο 3Μ3Μ=6Μ στον οποίον αυτοσχεδιάζει Ποιήματα παίζοντας Ινδική Φόρμιγκα.
Για τον δίσκο αυτό δηλώνει:'«Αυτοσχεδίασα σ' αυτό το δίσκο την ποίησή μου, η οποία είναι πανκ... Πολλές φορές οι πανκ στις συγκεντρώσεις τους βάζουνε αυτά τα περίεργα τραγούδια». 
Aριστερός πού δεν χωρούσε πουθενά αισθανόταν εξόριστος στην ιδια του την Χώρα.Φυσικά δεν χωρούσε σέ ΄γραφειοκρατίες΄και πορευτηκε μονος του.
Φιλοι του πέραν τού Μικη ,ο αείμνηστος Μιμης Δεσποτίδης καθώς και οι Μιχαλης και Λεωνίδας Κύρκος.
Μετά την απελευθερωση εργάστηκε σαν εκφωνητής τού Στρατιωτικού Ραδιοφώνου.Απολύθηκε απο την Χούντα.
Το 1981αποκαταστάθηκε και πήρε κάποιους βαθμούς στην Πολεμική Αεροπορία και έτσι κατόρθωσε να ζήσει σχετικά αξιοπρεπώς.
Εγραψε πάμπολλες συλλογές αλλά ποτέ δεν απέκτησε την μεγάλη φήμη..
Βασανίστηκε απο τά S.S.γιά πολλούς μήνες στις φυλακές Χατζηκώστα.
Τα ποιήματά του συχνά λογοκρίθηκαν ακόμα και από τούς ΄δικούς του΄.

Έργα του:
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα)


Το ΄Κατά Σαδδουκαίων΄κυκλοφορεί σαν Καντάτα απο την ΕΜΙ σέ ζωντανή ηχογράφηση τού 1983
http://www.studio52.gr/cdimages/094636289229.jpg


Επίσης ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποιεί το Οροπέδιο το 1976 με συμμετοχή τών Παύλου Σιδηρόπουλου,Βασιλικής Λαβίνα,Χαράλαμπου Γαργανουράκη.
Ενας δίσκος πού έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα.
ΠΗΓΗ: avclub.gr

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ μιλάει στον Γιάννη Στεφανάκι για το "Κατά Σαδδουκαίων"

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του ποιητή.

Την εικόνα σου

Την εικόνα σου

Μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου σε ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού.

Την εικόνα σου σεβάστηκα,
την φλόγα δεν εκράτησα,
την εικόνα την καλή 
θα σου φέρω μιαν αυγή.

Χρώματα χρώματα,
χρώματα κι αρώματα. 
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.

Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα, 
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω.

Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.





ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Αντισταθείτε'

Χρήστος Θηβαίος

Στίχοι Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική Θανάσης Γκαιφύλιας
Δίσκος Stavento



Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Μιχάλης Κατσαρός - ποιήματα

Διαβάστε ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού στο 11 Δημοτικό σχολείο Καβάλας

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

Αφιέρωμα της εκπομπής ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ στον ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ, ο οποίος αυτοσυστήνεται ως ποιητής στίχων, ωδών και τραγουδιών. Ο ποιητής περπατά στο κέντρο της ΑΘΗΝΑΣ και αναφέρεται στις καθημερινές του δραστηριότητες, ενώ παράλληλα ακούγονται αποσπάσματα ποιημάτων του. Αναλύει τις σκέψεις του και σημειώνει ότι υπηρέτησε τη θητεία του στο ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ, ενώ σε γειτονικό χώρο δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα και συμμετείχε σε θίασο του θεάτρου ΒΡΕΤΑΝΙΑ, μετά την απελευθέρωση.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Γιάννης Δάλλας: [ Σαν ιπποπόταμος… ]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, { Σαν ιπποπόταμος)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ είναι από τη συλλογή Ανατομία (1971). Εδώ ο ποιητής αναφέρεται στην κατάλυση της δημοκρατίας από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967.

Καιρός να παραδώσω την κατάθεσή μου:

Όπως όταν ακούγεται από μακριά βροντή ή πυροβολισμός εφόδου

Και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν ουρά στο ρίγος του

μεσημεριού

΄Αδειασε τότε η πολιτεία κι έμεινε η κεντρική πλατεία με τα δέντρα

της δεκατισμένα

Με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα ασπρόρουχα

του πανικού

Κι έγινε η νύχτα ποταμός απ΄όπου στης αυγής τα ξέφτια αναδυόμενα

Τα τανκς με βήματα βαριά τεντώνοντας την προβοσκίδα τους

Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου.



Τ. Γκρίτση Μιλλιέξ: Μια ιστορία της Αντίστασης 
 Χρονικό
………………………………………………………………………………
Κόντευε μεσημέρι. Ένας ήλιος ανοιξιάτικος, χαρούμενος, έσπαζε πάνω στις πιπεριές κι οι νερατζιές ξετρελαμένες μαζί με τους δεμένους τους καρπούς σκορπούσανε μιαν έντονη μυρωδιά από τα δίφορα νερατζάκια που μας γαργαλούσανε και δίνανε στην περπατησιά μας έναν αέρα ξέγνοιαστο, προσκόπων που πάνε εκδρομή και όχι σκλάβων που πάνε να καταλύσουν τα δεσμά τους. Απ’ όλους τους περιφερειακούς δρόμους της Αθήνας ξεμπουκάρανε κατά εκατοντάδες άνθρωποι και ξεχύνονταν προς το κέντρο. Από την Ομόνοια ακούγονταν τα πρώτα λόγια του Ύμνου και στο Σύνταγμα ηχούσε του “σπαθιού την τρομερή”. Μερμήγκιαζαν οι δρόμοι, θορυβούσε η καρδιά μας, θαρρούσαμε όλη τη γη στα χέρια μας την ώρα εκείνη. Όλα αυτά σε λίγα λεπτά, κι άξαφνα.
- ΄Ερχονται, κατεβαίνουν με τανκς, προφυλαχτείτε!
Τα χέρια γρήγορα πασπατεύουν την τσάντα, πετάγονται οι πρώτες προκηρύξεις, γιομίζουν τα κεφάλια μας, τα πεζοδρόμια, άσπρα φύλλα χαρτιού, ο ενθουσιασμός ακόμα μας σπρώχνει προς το κέντρο.
Μια, δυο, τρεις ριπές πολυβόλου. Το κύμα σταματάει, αναδεύεται, γίνεται ένα δευτερόλεφτο σιωπής, κι ακούγεται καθαρό, βαθύ το μουγκανητό των σιδερένιων μηχανών που κατεβαίνουν. Μια μπρος, μια πίσω, το πλήθος πυκνώνει, αυτοί που είναι στο δρόμο σπρώχνουν για ν’ ανεβούν στα πεζοδρόμια, εκείνοι που είναι στις γωνιές υποχωρούν προς τα στενά, η στιγμή είναι κρίσιμη, δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουμε. Τα τανκς προχωρούν, φαίνονται αποφασισμένα να μη βρουν εμπόδια. Η διαταγή έρχεται ανώνυμη.
“Προχωρήστε!”. Δεν κινείται κανείς. “Προχωρήστε!”. Οι δρόμοι κενώνονται, τα πεζοδρόμια πήζουν, πήζουνε και στα στήθη οι φωνές. Τα τανκς προχωρούν, όρθιοι με κάσκες, με πολυβόλα τεταμένα προς όλες τις κατευθύνσεις οι στρατιώτες του Γ΄ Ράιχ, θαρρείς, παρελαύνουν.
Από μακριά τα πρώτα λόγια του Ύμνου, από μακριά κι οι πυροβολισμοί. Αρχίζει ν’ αραιώνει κι ο κόσμος στα πεζοδρόμια, τον καταπίνουν οι εσωτερικοί δρόμοι.
- Μη φεύγετε, σταματήστε τους, ζήτω το Έθνος.
Πάντα ανώνυμη η κραυγή.
Κι άξαφνα, εκεί Ομήρου κι Ακαδημίας, καθώς σαν τεράστιες χελώνες κατεβαίνουν οι μηχανές, ένα τρελό κοριτσίστικο κεφάλι με ανεμισμένα στον ήλιο τα μαλλιά, βγάζει το μαύρο της γοβάκι, το σφεντονίζει πάνω στην κάσκα του οδηγού και φωνάζει:
- Ακολουθήστε όσοι έχετε καρδιά!
………………………………………………………………………………

Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές μπορείτε να εντοπίσετε στο ύφος και το περιεχόμενο του ποιήματος του Γιάννη Δάλλα και του  κειμένου (Μια ιστορία της Αντίστασης);

Αγγελική Κωσταβάρα (1946-2006), Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ: Το απόν πρόσωπο, το βίωμα και η γραφή

της Αγγελικής ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ*

“Να κατορθώσει να θυμηθεί -γιατί είναι αφάνταστα επώδυνο- την ιστορία του προσώπου της, ως Μάσκα της Γραφής”. Με αυτά τα σημαίνοντα λόγια σχολίαζε η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ την |Κάδμω| της Μέλπως Αξιώτη, στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού |Διαβάζω| (τεύχος 311/12.5.93).
Και είναι πράγματι επώδυνο να θέλει να γράψει κανείς για την απούσα πλέον από τη ζωή Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ, όπως εκείνη θα ήθελε να τη θυμόμαστε, ως “Μάσκα της Γραφής”. Γιατί μέσα στη γραφή της η Τατιάνα έβαζε όλη τη δημιουργικότητα και τη θερμότητα της ψυχής της, επιθυμώντας όσο τίποτε άλλο την επικοινωνία με τον αναγνώστη. Και δεν είναι ώρα να αναφερθεί κανείς διεξοδικά, για το πόσο η Τατιάνα Μιλλιέξ, αφότου αρρώστησε, κρατήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης και τα λογοτεχνικά περιοδικά, σε μια ζώνη απόλυτης σιωπής.
Η Τατιάνα, ως συγγραφέας, είχε το σπάνιο προσόν να μην επαναλαμβάνεται, αλλά να επαναξιολογεί τη θέση και τη σχέση της με τον κόσμο, προωθώντας την επιθυμία για μεταμόρφωση που προσφέρει η τέχνη και ταυτόχρονα τη λαχτάρα για κάθοδο στον πυρήνα της ύπαρξης. Πολύ περισσότερο που είχε ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου: μυθιστόρημα, διήγημα, κριτική, βιογραφία, χρονικό, ταξιδιωτικό, μετάφραση. 
Ο προσεκτικός αναγνώστης εύκολα θα μπορούσε να εντοπίσει τις ανθρωποκεντρικές εμμονές, τα ανοιχτά τραύματα της κατοχής, του εμφυλίου και της δικτατορίας, με τα οδυνηρά συλλογικά, πολιτικά και ατομικά βιώματα. Και οπωσδήποτε την αυθεντική εκείνη αγάπη της για τον λαϊκό άνθρωπο και τον λαϊκό πολιτισμό. Όλα αυτά είναι μοτίβα που έρχονται και επανέρχονται στα βιβλία της, προσδίδοντας το πολύτιμο στοιχείο της λογοτεχνικότητας. Και εδώ θα πρέπει να εντοπισθεί και να αξιολογηθεί, από την άποψη της ποιότητας, η σχέση βιώματος και γραφής. Γιατί μπορεί η ηρωίδα πολλών βιβλίων της να λέγεται Τίνα, Τιτίκα ή Τατιώ - υποκοριστικά της Τατιάνας, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι η συγγραφέας αυτοβιογραφείται, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια τεχνική αισθητικής υποβολής του αναγνώστη. Αφού η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ, με την έντονη μυθοπλαστική ικανότητα που τη διακρίνει, ανακατασκευάζει την πραγματικότητα, αναδιατάσσοντας ριζικά τα στοιχεία της. Έτσι οι ήρωες και κυρίως οι ηρωίδες της αναμοχλεύουν ένα δυσπρόσιτο βυθό, διερευνώντας σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης, πολύ πέραν των αυτοβιογραφικών στοιχείων.
Ακόμη όμως κι αν υπάρχει κάποια βιωματική πληροφόρηση, έχει υποστεί τέτοιες αλλοιώσεις, αποκτώντας αφηγηματική και ευρύτερα κοινωνική σημαντικότητα.
Ένα άλλο στοιχείο που εκφράζει την πλουσιότητα του έργου της Μιλλιέξ, είναι ο τρόπος που αδιάκοπα συν-λειτουργούν και οι άλλες τέχνες στη γραφή της: το θέατρο, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, η γλυπτική, με συνεχείς αναφορές, απαρτίζουν έναν σημασιολογικό τάπητα ζωτικής εμβέλειας, αποτελώντας τον σκηνικό, οπτικό, ακουστικό χώρο, μέσα στον οποίο υποστασιώνονται οι ήρωές της. Έτσι, το ατομικό, το κοινωνικό και το ιστορικό βίωμα, πολιορκούνται αδιάκοπα από τη συναλληλία των τεχνών, σε έναν υψηλής μορφής αισθητικό διάλογο.
Ακόμη παρατηρεί κανείς πως οι ήρωες της Μιλλιέξ δοκιμάζονται σε ακραίες πράξεις, καθώς αναδύεται η αγωνία και η επιμονή της να διερευνά συνεχώς τις κοινωνικές και τις εσώτερες ψυχικές καταστάσεις, ώσπου να διανοιχτεί η οδός προς την κάθαρση, περνώντας από τον δημιουργό στον ήρωα και τον αναγνώστη. Η τέχνη άλλωστε είναι ιδανικός χώρος για να αναπτυχθεί αυτή η μεταβίβαση από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από το πραγματικό στο πλασματικό, από το παρελθόν στο παρόν, από το βίωμα στη γραφή, αρκεί να αλληλοσυμπληρωθούν τα κενά ανάμεσά τους. Η Τατιάνα Μιλλιέξ το διατυπώνει έξοχα: “Το μελίσσι που μεταφέρω για να γεμίσω τα κενά, βουίζει, μπαινοβγαίνει από τις τρύπες, χλευάζει τη μάταιη προσπάθεια”. Επειδή εκείνο που διακυβεύεται μέσω της γραφής της είναι το δυσαναπλήρωτο κενό, ανάμεσα στην ομορφιά, στον αγώνα και στην αποτυχία της ζωής. Αν και πρέπει να τονιστεί ότι η Μιλλιέξ δεν επηρεάζεται στις απόψεις της από θεωρίες, παρότι μαθήτευσε σε συγγραφείς επιρρεπείς σε αυτές, όπως ο Προυστ. Έχει όμως διαύγεια ιδεών και επίγνωση ότι στο παιχνίδι που επιχειρείται εντεύθεν και εκείθεν της γραφής της είναι εξίσου παγιδευμένοι ο δημιουργός και ο αναγνώστης: Ο δημιουργός, αντιμετωπίζοντας απεγνωσμένα την αντίσταση της γλώσσας, υποσκάπτοντας τον χρόνο, για να φωτίσει και να υποδεχθεί το φορτίο της ψυχής. Και ο αναγνώστης ενδίδοντας επίμονα στο παιχνίδι της πλασματικότητας της τέχνης.
Στο έργο της Τατιάνας Μιλλιέξ η λογοτεχνική γλώσσα, άλλοτε αποσπασματική ή στέρεη, άλλοτε παραληρηματική και ανυπότακτη, δεν ευστοχεί μόνο χάρη στη γοητευτική ροή της, αλλά κυρίως αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις ζωντανές συσπάσεις του προσώπου των ηρώων της, αποτυπωμένες ανεξίτηλα στη “Μάσκα της Γραφής”, μέσω της οποίας και θα επιβιώσει στον χρόνο.
ΠΗΓΗ: ΠΟΙΕΙΝ

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Ο Ροζέ Μιλλιέξ περιγράφει τη γνωριμία με τη γυναίκα του Τατιάνα Μιλλιέξ και την αντιστασιακή δράση της.

Ο ΡΟΖΕ ΜΙΛΛΙΕΞ περιγράφει τη γνωριμία του με τη γυναίκα του ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΙΛΛΙΕΞ. Παρεμβάλλεται φωτογραφικό υλικό με το ΡΟΖΕ ΜΙΛΛΙΕΞ και τη σύζυγό του.


Δείτε εδώ την αναφορά του ΡΟΖΕ ΜΙΛΛΙΕΞ στην αντιστασιακή δράση της γυναίκας του ΤΑΤΙΑΝΑΣ και στην ίδρυση του Ε. Α. Μ. Καλλιθέας το 1941 με τη συμμετοχή και της ΛΙΛΙΚΑΣ ΑΛΕΞΙΟΥ. Επίσης, κάνει λόγο για τη δική του αντιστασιακή δράση.

ΠΗΓΗ: ΕΡΤ - Οπτικοακουστικό Αρχείο

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Γκρίτση - Μιλλιέξ, Τατιάνα 1920 - 2005

Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920 και ήταν κόρη του Μιχάλη Γκρίτση και της Ελένης Σάλαρη. Τελείωσε το Γυμνάσιο με μαθήματα κατ' οίκον, ενώ ασχολήθηκε για λίγο και με το χορό.

Το 1942 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές της και στράφηκε στην εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας (Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών) και στη φωνητική (Ελληνικό Ωδείο).

Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και ως εθελόντρια στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.

Από το 1945 έως το 1975 ταξίδεψε στη Γαλλία, την Κύπρο και την Ιταλία. Στη Γαλλία (1945-1946) οι Μιλλιέξ συνέχισαν τη δράση τους υπέρ της Ελλάδας και η Τατιάνα παρακολούθησε παράλληλα μαθήματα Ιστορίας Τέχνης και Αισθητικής στο Λούβρο. Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στο Α' διεθνές Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι, με θέμα της την αντιστασιακή δράση των Ελληνίδων.

Μετά την ανάληψη από τον Μιλλιέξ της διεύθυνσης σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (1947) επέστρεψαν στην Αθήνα, όπου παρέμειναν έως το 1959. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η εκλιπούσα εργάστηκε στο κέντρο Μικρασιατικών Μελετών, πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής ανά την Ελλάδα και εντατικοποίησε τη συγγραφική της δραστηριότητα.

Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος παραμονής του ζευγαριού στην Κύπρο (1959-1971), όπου ο Ροζέ εργάστηκε στο εκεί Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο και η Τατιάνα στράφηκε σε προσπάθειες για την πολιτιστική αναβάθμιση του τόπου.

Στη συνέχεια έφυγαν για τη Γένοβα της Ιταλίας. Εκεί έδρασαν υπέρ της ίδρυσης έδρας νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο και ενάντια στη δικτατορία του Παπαδόπουλου, που είχε στο μεταξύ αφαιρέσει από την Τατιάνα την ελληνική υπηκοότητα. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψαν στην Ελλάδα και η Μιλλιέξ εργάστηκε στο ΕΙΡ (1964-1965, 1974-1975, 1983-1984) και την ΕΡΤ2 (1984-1985) ως υπεύθυνη εκπομπών.

Ως δημοσιογράφος και κριτικός συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες [Ανεξάρτητος Τύπος (1957-1959), Ανένδοτος (1964-1965), Αυγή (1974-1977), Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (1976-1984), Τα Νέα (Κύπρου, 1964-1970), Δημοκρατική (Κύπρου) κ.α. και με πάρα πολλά περιοδικά.

Είναι μέλος της Ακαδημίας Racine του Παρισιού, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Pen Club, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, της Εταιρείας Κριτικών και Εικαστικών Τεχνών και της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (πρόεδρος από το 1981 ως το 1986).

Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος, το βραβείο των Δώδεκα, το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1945 με δημοσιεύσεις διηγημάτων της στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε παράνομα κυκλοφορήσει μια μετάφραση του έργου του Βερκόρ (Ζαν Μπριλέ) Η σιωπή της θάλασσας, ενώ ασχολήθηκε επίσης με θεατρικές μεταφράσεις που ανέβηκαν από τους θιάσους Βουτέρη, Κατράκη και άλλων.

Από τον εκδοτικό οίκο Κέδρο εκδόθηκε το 1973 (με τον τίτλο Σπαράγματα) μέρους του αρχείου της, που σώθηκε από την κατάσχεση της απριλιανής δικτατορίας.

Χαρακτηριστικά του πεζογραφικού έργου της είναι η έμφαση στην απεικόνιση ψυχολογικών διεργασιών με συνακόλουθη χαλάρωση της δομής και της συνοχής των κειμένων της. Έντονη είναι στη γραφή της η ποιητική διάσταση του λόγου, η παρουσία των στοιχείων της φαντασίας, της μνήμης, βιωματικής και διακειμενικής, και του εσωτερικού χρόνου.

Τα βιογραφικά στοιχεία πήρα από εδώ.

Τη φωτογραφία βρήκα εδώ.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - Συνέντευξη στον Σ.Ν. Κοδέλλα

Ερώτηση: Πώς νιώθετε όταν σας λέει κάποιος ότι αγαπάει την ποίησή σας;

Απάντηση: Πρώτα απ’ όλα με ευχαριστεί. Εκείνο δε που με ευχαριστεί περισσότερο από καθετί, και νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή ενός ποιητή, ενός συγγραφέα, είναι όταν κάποιος σου λέει: ‘με βοήθησε η ποίησή σου σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής μου’ ή ‘με βοήθησε να καταλάβω κάτι που δεν μπορούσα να το συλλάβω πριν’. Πέρα λοιπόν από την πρώτη ανθρώπινη ικανοποίηση που έχεις, αισθάνεσαι ότι δεν πήγε χαμένη αυτή η ζωή, δεν πήγε χαμένη αυτή η προσπάθεια. Ας μην ξεχνάμε ότι η ποίηση, όπως κάθε δουλειά, κάθε τέχνη, είναι μια διανοητική, μια πνευματική, μια ψυχική αλλά και μια πρακτική τέχνη, η οποία απαιτεί μεγάλη αφοσίωση και ατελείωτες εργασιακές ώρες. Όταν κάποιος, λοιπόν, σου πει κάτι καλό, αισθάνεσαι ότι αυτές οι ώρες, αυτή η ζωή, ίσως δεν πήγαν χαμένες.
ΠΗΓΗ: kapodistriako.uoa.gr

2/5/2007 - Γυάρος: Γνωριμία με τη βαρβαρότητα


Τις δικές του εμπειρίες από το νησί της βαρβαρότητας, όπως αποκαλεί τη Γυάρο, αποκαλύπτει ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, περιγράφοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν τότε οι εξόριστοι και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε γενικότερα την περίοδο εκείνη.
«Το συρματόπλεγμα, η βροχή, ο άνεμος της θάλασσας, η βουή μόνιμη κι αμετάθετη σαν ένας τοίχος φυλακής, αυτός ήταν ο χώρος».
«Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά».
«Μετά τη λεπτομερέστατη έρευνα, που μας έκανε τα πράγματα φύλλο και φτερό, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε φορτωμένοι κάτι πλατιές σκάλες, μέσα από έναν τεράστιο διάδρομο που έμοιαζε σαν λαγούμι μέσα στο βράχο ώσπου να φτάσουμε στο τρίτο επίπεδο και κάνοντας δεξιά μέσα από μια καγκελόπορτα, βρεθήκαμε να μας υποδέχονται οι δικοί μας, οι σκαπανείς. Αυτοί, δηλαδή, που ήρθαν πρώτοι εδώ και ξανανοίξανε αυτόν τον καταραμένο χώρο. Δύο θάλαμοι με μια κοινή αυλή και καμιά εικοσιπενταριά αριστερούς κρατούμενους όλων των φυλών και των ...αποχρώσεων της Αριστεράς του 197» αναφέρει στο βιβλίο του για τη Γυάρο, ο Τάκης Μπενάς.
Για την Ιστορία: κάπου δεκαπέντε του ΚΚΕ, εννιά (με μας τους τέσσερις καινούριους) του ΚΚΕ εσωτερικού, δύο του κινήματος 20ής Οκτώβρη, δύο τροτσκιστές, ένας του ΜΛ-ΚΚΕ. Οι άλλοι, οι «μη κομμουνιστές» βρίσκονταν στο απέναντι κτίριο του ίδιου τρίτου επιπέδου, εκεί που κρατούσαν τις γυναίκες που είχε κουβαλήσει ο γενναίος Παττακός στις 21 Απριλίου. Ανάμεσά τους και τις τρεις αδελφές μου. Θα το επισκεφθούμε αύριο το πρωί που θα ξεκλειδώσουν τις σιδερόπορτες του μεγάλου διαδρόμου. Καταλαγιάζουμε σε ράντζα και σιδεροκρέββατα και προσπαθούμε να συνέλθουμε από τη ζαλάδα των δεκάμισι μποφόρ. Καθόλου εύκολο αφού από αυτό το πρώτο βράδυ αρχίζει η γνωριμία μας με το νησί του διαβόλου.

Ο άγριος βοριάς που φυσάει ασταμάτητα κάνει αυτό το κατασκεύασμα που αποκαλείται «κτίριο των Φυλακών Γυάρου» να τρέμει και να βουίζει λες και πρόκειται να σαλπάρει. Μια ξυλόσομπα στη μέση του μεγάλου θαλάμου προσπαθεί να μειώσει το ψοφόκρυο που βασιλεύει εδώ μέσα, ενώ κάποια από τα παράθυρα που βρίσκονται ψηλά, κοντά στο ταβάνι, ξεμανταλωμένα από το δυνατό ξεροβόρι, βροντοχτυπάνε δυνατά και συνέχεια. Δεν υπάρχει άλλη λύση από το να καταφύγουμε κάτω από τις κουβέρτες μας, να κουκουλωθούμε, όχι μόνο για να ζεσταθούμε αλλά και για να μην ακούμε τον φοβερό χαλασμό που κάνει ο βοριάς, λυσσομανώντας, καθώς έρχεται κατευθείαν απάνω μας, μέσα από το βόρειο Αιγαίο, χωρίς να συναντά τίποτα μπροστά του. Γι' αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το νησί είναι ερημότοπος, ξυρισμένο από βλάστηση, ακατοίκητο, άγριο και άνυδρο. Τόπος για φαντάσματα, όχι για ανθρώπους. Και δεν τα είδαμε όλα ακόμα. Περιμένουμε να φέξει για μια βαθύτερη γνωριμία με την κόλαση. Απόψε, παρ' όλα αυτά, θα κοιμηθούμε, καθώς φτάσαμε κατάκοποι από το τρελό ταξίδι των πολλών μποφόρ. Αύριο μας περιμένει μια γεμάτη μέρα.

Το πρωινό της πρώτης μέρας μας στη Γυάρο θα ξεκινήσει με ένα ζεστό τσάι, που μοιράζει από το καζάνι ο μάγειρας της ομάδας των πολιτικών εξόριστων -καλή του ώρα, αν ζει-, αυτός ο ηρωικός άνθρωπος που φορτώθηκε τη μεγάλη ευθύνη να κρατήσει στη ζωή κάπου σαράντα πέντε ανθρώπους, κρατούμενους σ' αυτό το κολαστήριο.
Στον άλλο θάλαμο, τον απέναντι, βρίσκονται καμιά δεκαπενταριά πολιτικοί εξόριστοι που η Χούντα τους κατατάσσει στους «μη κομμουνιστάς». Όχι όμως και εθνικόφρονες. Απλώς «μη» και μάλλον έχει κάποιος δίκιο αφού και εδώ η πινακοθήκη των πολιτικών αποχρώσεων θα συνεχιστεί, ακόμα πιο πλουραλιστική. Η μανία αλλά και ο φόβος του Ιωαννίδη για τη νεοπαγή αλλά και αμφίβολη εξουσία του, τον οδήγησαν όχι μόνο να ξανανοίξει το θανατονήσι, αλλά και να στείλει εδώ ...εκπροσώπους απ' όλη την Ελλάδα.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί εκτόπισε εδώ τον Χαραλαμπόπουλο, τον Στάθη Παναγούλη, τον Γεώργιο Μαύρο -έστω μόνο για δύο μήνες- τον Νίκο Ψαρουδάκη που συνέχιζε να τους τα λέει από την «χριστιανική» εφημερίδα του, τον ηθοποιό Σταύρο Παράβα για κάποιο επιθεωρησιακό θεατρικό νούμερο που δεν άρεσε στην «αρσακειάδα», τον Ιωαννίδη, τον γνωστό σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη -είχε γυρίσει και όλη την κηδεία του Γ. Παπανδρέου, μια ταινία που παίχτηκε πολύ στο εξωτερικό-, τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Παύλο Γεωργίου και μερικούς ακόμα που η αδύνατη μνήμη της ηλικίας μου ξεχνά τα ονόματά τους, όχι όμως και τις μορφές τους.
Όλοι αυτοί, καλά. Ήτανε αντιδικτατορικοί, τους φοβήθηκε, τους εκτόπισε. Τους άλλους, όμως, που συμπληρώνουν αυτή την πινακοθήκη των λίγων δεκάδων εξόριστων του '74, γιατί άραγε; Πρώτος και καλύτερος ο Αγαθαγγέλου, ο υπουργός του Παπαδόπουλου, βαμμένος απριλιανός. Λέγανε πως κάπου κουνήθηκε κατά του Ιωαννίδη και αυτός τον ξαπόστειλε εδώ, στους βράχους.
Πέρα, όμως, από τον Αγαθαγγέλλου και τα καμώματά του, βρεθήκαμε «συνεξόριστοι» και με κάποιους καραβανάδες, μόνιμους αξιωματικούς, που προφανώς κάπου συνωμότησαν σε βάρος του νέου δικτάτορα και αυτός τους ξαπόστειλε στα βράχια του Αιγαίου. Πρόκειται για τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Ράπτη, διοικητή των ΛΟΚ του Γ' Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη, και τον Ηλία Μενενάκο, επίσης αξιωματικό των ΛΟΚ. Λέγανε πως ο ένας από τους δύο ήτανε της ομάδας Σταματελόπουλου που δεν αναγνώριζε τον Ιωαννίδη. Μας είχανε φέρει εδώ και ένα φουκαρά ταξιτζή διότι «διέδιδε ανατρεπτικές και ανησυχητικές φήμες», δηλαδή ο άνθρωπος είπε μέσα στο καφενείο που σύχναζε -νομίζω στη Λάρισα- πως «όπου να 'ναι έρχεται ο Καραμανλής». Φοβερό παράπτωμα για τους εθνοσωτήρες.
Μετά το τσάι βγήκαμε έξω από το κτίριο να γνωρίσουμε τη... φύση, στον λιγοστό χώρο που μας επέτρεπαν να περπατάμε, γύρω στον παλιό 5ο όρμο, ζωσμένο τώρα από σκοπιές με ενόπλους να μας επιτηρούν μπας και πέσουμε στη θάλασσα και πνιγούμε.
Όταν λέμε φύση κυριολεκτούμε, γιατί εκτός από μια ασήμαντη χαμηλή χλωρίδα, κυρίως βάτα και τσουκνίδες, υπήρχε και η... ζώσα πανίδα, δηλαδή ποντίκια, σκορπιοί, φίδια, σαύρες, πολλές σαύρες, που όλα αυτά τα ζωντανά αλληλοτρωγόντουσαν, μη έχοντας και τίποτα άλλο εξόν από πέτρες. Περπατούσαμε και κοιτάζαμε συνεχώς κάτω μην πατήσουμε κάνα φίδι, γιατί τότε αλίμονό μας. Δεν υπήρχε εδώ η παραμικρή δυνατότητα ιατρικής και πολύ περισσότερο νοσοκομειακής περίθαλψης.
Με αυστηρή διαταγή του μανιακού Ιωαννίδη είχε απαγορευθεί απολύτως η μεταφορά στο νοσοκομείο της Σύρου για οποιονδήποτε λόγο. Δεν έπρεπε να σπάσουν η απομόνωση και το φυλασσόμενο... μυστικό του αριθμού των κρατουμένων στο νησί. Πραγματικά, στην Αθήνα, δεν γνωρίζανε ούτε οι δικοί μας ούτε οι δημοσιογράφοι πόσοι βρίσκονταν στη Γυάρο. Επισκεπτήρια απαγορεύονταν και η λογοκρισία της αλληλογραφίας ήτανε... θηριώδης. Ένας γιατρουδάκος, δόκιμος ανθυπίατρος της Χωροφυλακής, χορηγούσε ασπιρίνες και άμα είχες αφόρητο πονόδοντο, αντί για οδοντογιατρό σου δίνανε γαρυφαλλόλαδο που σταμάταγε προσωρινά τον πόνο και έσπαγε το δόντι σε κομμάτια. Την έπαθα κι εγώ αυτήν τη ζημιά, αλλά πώς αλλιώς να αντέξεις εδώ τον οξύτατο πόνο του κούφιου δοντιού».

Τίτος Πατρίκιος



ΠΗΓΗ: click2travel

Ο Τίτος Πατρίκιος στην Εκπομπή Στα Άκρα

Ο Τίτος Πατρίκιος στην εκπομπή "Στα Άκρα".

Οι τρεις ποιητές - Εγγονόπουλος, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος - επιλέγουν τελικά την ίδια στάση;

Ποίηση 1948

τούτη εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόμοια
σαν πάει κάτι
να γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι αυτό και
τα ποιήματά μου
είν’ τόσο πικραμένα
(και πότε –άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα

Ν. Εγγονόπουλος «ΕΛΕΥΣΙΣ»,
1948

Στον Νίκο Ε… 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα
αυτά;)
Μ. Αναγνωστάκης
«ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ», 1949

Πληροφορίες μπορείτε να αντλήσετε από εδώ.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Δρόμοι παλιοί - Μαρία Δημητριάδη

Ζωντανή μαγνητοσκόπηση από συναυλία στο Παλλάς το 1989.
"Δρόμοι παλιοί" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη.
Τραγουδά η Μαρία Δημητριάδη, στο πιάνο ο Τάσος Καρακατσάνης, στη κιθάρα η Στέλλα Κυπραίου.

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

"Αφού κατά λάθος ο κόσμος είναι μια ποίηση"

Τι είναι η ποίηση;
Ελληνες ποιητές για την Ποίηση

Η ποίηση είναι

εκείνος ο εαυτός μας

που δεν κοιμάται ποτέ.

(Γιώργος Σαραντάρης)


Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε

τον πρώτο στίχο μου.

Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -

αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

(Τάσος Λειβαδίτης)


ΠΗΓΗ: ANA-MPA Culture