Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Μαρία Πολυδούρη - Κοντά σου

Ο Θάνος Ανεστόπουλος ερμηνεύει 11/12/2009 στο ΙΑΝΟΣ ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

H ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ-ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑ-Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Δείτε εδώ        http://www.ert-archives.gr/V2/public/p01-info.aspx?titleid=7120&action=mInfo&mst=00:00:00:00       από το Οπτικοακουστικό αρχείο  της ΕΡΤ ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον Καρυωτάκη.

Η στενή συνάφεια ανάμεσα στο έργο και τη ζωή του «Ιδανικού αυτόχειρα» ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, η περιήγηση του φακού στην πόλη της ΠΡΕΒΕΖΑΣ, όπου ο ποιητής αυτοκτόνησε, η φωνή του ΝΙΚΟΥ ΞΥΔΑΚΗ που διαβάζει τα ποιήματα του Καρυωτάκη «ΠΡΕΒΕΖΑ» και «ΣΑΝ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ» και η φωνή του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΟΥΛΙΟΥ που διαβάζει αποσπάσματα από επιστολές του ποιητή προς τον πατέρα του και προς την ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, μας αποκαλύπτουν τόσο τον ποιητή όσο και τον άνθρωπο ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, την ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και του έργου του, τη στάση του απέναντι στη ζωή αλλά και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του.




Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Η νεοελληνική μπαλάντα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΟΥΔΗΣ | Κυριακή 28 Ιουλίου 1996



Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Γ. Βιζυηνού ο γράφει για τη συμβολή του μεγάλου λογοτέχνη στη δημιουργία (και) στην Ελλάδα του ποιητικού 
αυτού είδους

Ο εορτασμός των 100 χρόνων από τον θάνατο του Γ. Βιζυηνού (1849-1896) θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν, πλάι στον αναγνωρισμένο, πρωταγωνιστικό του ρόλο κατά την εκκόλαψη της νεοελληνικής «ηθογραφίας» στη δεκαετία του 1880, ανακαλυφθεί και προβληθεί μια άλλη, παραγνωρισμένη, όψη του έργου του, όπως είναι η δημιουργία ενός νέου για την Ελλάδα ποιητικού είδους: της «μπαλάντας».
Η μπαλάντα είχε, όπως και το σονέτο, μια μακρά προϊστορία: καταγόταν από ένα τραγούδι των τροβαδούρων της Προβηγκίας με σταθερή μορφή, που συνόδευε τον χορό, και είχε γνωρίσει την πρώτη της ακμή ήδη κατά την αυγή των Νεότερων Χρόνων (Φρ. Βιγιόν). Από την Προβηγκία η μπαλάντα διαδόθηκε τους επόμενους αιώνες, μέσω της Βόρειας Γαλλίας, στη Σκωτία και στην Αγγλία και από εκεί στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γερμανία, για να εισχωρήσει, στον 18ο και στον 19ο αιώνα, σε όλες σχεδόν τις λογοτεχνίες της Ευρώπης.
Στις βόρειες πατρίδες της η μπαλάντα συγχωνεύτηκε με την τοπική λαϊκή παράδοση και εξελίχτηκε σε ένα ποιητικό είδος αφηγηματικού - δραματικού χαρακτήρα με μεγάλη μορφική ποικιλία και πλούσια θεματική, που αντλούσε από τους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις αλλά και την «εθνική» ιστορία.
Ο Βιζυηνός είχε γνωρίσει την μπαλάντα μαζί με την κλασική και ρομαντική γερμανική ποίηση κατά τις εξάχρονες μεταπτυχιακές του σπουδές στη Γερμανία (1875-1881)Ω εκεί έγραψε και τα πρώτα του ποιήματα, ανάμεσα στα οποία και μερικές μπαλάντες. Στον Βιζυηνό βρίσκονται και οι δύο τύποι της μπαλάντας: η «κλασική», γαλλικής προέλευσης, με προδιαγεγραμμένη μετρική μορφή: δύο ή τρεις οκτάστιχες και μια τετράστιχη στροφή σε 11σύλλαβους και 12σύλλαβους στίχους, με ορισμένες ομοιοκαταληξίες και επανάληψη - επωδό του τελευταίου στίχου κάθε στροφής (Στοργή)Ω και η νεότερη - ρομαντική: ελεύθερη ανάπλαση ενός «μυθικού» θέματος (Το Μπαλουκλί, Η Αγιά-Σοφιά, Η παράφρων, Ο Σοφιανός, Αι Νηρηίδες κ.ά.).
Ο Βιζυηνός είναι και ο πρώτος έλληνας θεωρητικός της ευρωπαϊκής μπαλάντας: μετά το άρθρο «Βαλλιστικόν άσμα» στο «Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν» (1891/92) των Μπαρτ και Χιρστ, ο Βιζυηνός δημοσίευσε στην «Εστία» του 1894 μια εκτεταμένη μελέτη για τα «βαλλίσματα», που εκδόθηκε αργότερα και αυτοτελώς (Ανά τον Ελικώνα, 1930). Με τον όρο «βάλλισμα», που είχε εφευρεθεί, κατά τη μαρτυρία του Στ. Α. Κουμανούδη (1900), στα 1862 από τον γνωστό μεσαιωνολόγο Δ. Ι. Μαυροφρύδη, ο Βιζυηνός απέδιδε το γαλλικό «ballade», μεταφράζοντάς το ετυμολογικά πιστά: ballade από το λατιν. ballare (χορεύω) = βάλλισμα από το αρχ. ελλην. βαλλίζω (χορεύω).
Οπως στον ευρωπαϊκό Βορρά η μπαλάντα είχε συζευχθεί με το λαϊκό επικοδραματικό τραγούδι, έτσι και στην Ελλάδα τα «βαλλίσματα» προσεγγίστηκαν στις εγχώριες δημοτικές «παραλογές». Μπαλάντες, αντλώντας από τις δημοτικές παραλογές, τη λαϊκή παράδοση και την αρχαία μυθολογία, έγραψαν, μετά τον Βιζυηνό, ο Δροσίνης (Τα λόγια της μάγισσας, Ο γάμος της Λιογέννητης, Η σκλάβα κι ο γενίτσαρος, Το κρίμα), ο Παλαμάς (Ο καθρέφτης τ' Αϊ-Γιαννιού, Η ξενιτεμένη κ.ά.), ο Κρυστάλλης (Το γεφύρι του Μανώλη) και ο Γρυπάρης (Ο Τρύφων και η Χρυσόφρυδη, Ο πραματευτής).
Αλλά η νεοελληνική ποίηση της ηθογραφικής τριακονταετίας 1880-1910 τράφηκε και γονιμοποιήθηκε και με μια σειρά μεταφράσεων από τις πιο δημοφιλείς μπαλάντες των γερμανών κλασικών και ρομαντικών, όπως του Γκαίτε (Ο βασιλιάς των ξωτικών, Ο ψαράς κ.ά.), του Σίλερ (Ο Κόμης του Αψβούργου, Ο βουτηχτής, Το δαχτυλίδι τουΠολυκράτη κ.ά.) και του Ούλαντ (Η κατάρα του τραγουδιστή, Ο τυφλός βασιλιάς, Ο πύργος στη θάλασσα κ.ά.). Η διασημότερη ήταν σίγουρα η αριστοτεχνική μετάφραση της διάσημης Λεωνόρας του Μπίργκερ από τον Λ. Μαβίλη (1883/84), πάνω στην οποία στηρίχτηκε και η σημαντική κριτική μελέτη του Ι. Πολυλά Η φιλολογική μας γλώσσα (1892).
Φαίνεται όμως ότι ο όρος «μπαλ(λ)άντα» δυσκολεύτηκε να επικρατήσει στην Ελλάδα: ακόμη και ξένες (γερμανικές) μπαλάντες με τον τίτλο Ballade, όπως του Γκαίτε (1892Ω μετ. Κ. Μάνεσης) και του Αρντ (1906Ω μετ. Α. Θέρος), μεταφράστηκαν με εντελώς διαφορετικό τίτλο, κατανοητό για το ελληνικό τους κοινό, ενώ στα 1900 ακόμη ο Κ. Χατζόπουλος τιτλοφορούσε ξενότροπα ένα ποίημά του Η ballade της ομίχλης και ο Α. Σικελιανός έδινε δύο χρόνια αργότερα (1902) σε τρία ποιήματά του, που είχαν ελάχιστα σχέση με την κλασική και τη ρομαντική μπαλάντα, τον κοινό τίτλο Ballades.
Ενας από τους πρώτους που χρησιμοποίησε τον εξελληνισμένο όρο «μπαλάντα» στον τίτλο ενός ποιήματός του ήταν ο Κ. Καρυωτάκης, με την αριστουργηματική Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων (1920), που είναι και η διασημότερη ελληνική μπαλάντα του «κλασικού», γαλλικής προέλευσης, τύπου: τρία οκτάστιχα και ένα τετράστιχο, ομοιοκατάληκτοι 11σύλλαβοι και 10σύλλαβοι, «επωδός» του τελευταίου στίχου. Τα ξένα πρότυπα του Καρυωτάκη θα αποκαλυφθούν έναν χρόνο αργότερα (Ελεγεία και σάτιρες, 1921), όταν θα δημοσιευτεί η μετάφρασή του της λαμπρής Μπαλάντας των κυριών του παλαιού καιρού του Φρ. Βιγιόν.
Μετά τον Καρυωτάκη, δύο ποιήτριες, η Δ. Ζευγώλη (Η μπαλάντα του αδελφού, 1931) και η Μελισσάνθη (Η μπαλάντα της τρελής, 1935), επιβεβαίωσαν την επιτυχημένη μεταφύτευση του ευρωπαϊκού αυτού ποιητικού είδους στην Ελλάδα.
Το παράδειγμα του Καρυωτάκη φανερώνει ότι η «κλασική» μπαλάντα είχε περάσει, διαφορετικά από τη «βόρεια», λαϊκότροπη μπαλάντα, σε μιαν άλλη θεματική, που συνδύαζε την ειρωνεία και τη σάτιρα με την κοινωνική κριτική. Ενας τέτοιος θεματικός εμπλουτισμός της παραδοσιακής μπαλάντας είχε ήδη σημειωθεί στην Ευρώπη στον Μεσοπόλεμο με τον νέο Μπρεχτ και θα επιζήσει στο σύγχρονο τραγούδι κοινωνικής κριτικής με αφηγηματική δομή από τη δεκαετία του 1960 στην Ευρώπη και στην Αμερική με τις μπαλάντες, λ.χ., του Β. Μπίρμαν, της Τζ. Μπάεζ και του Λ. Κοέν ή, για να επιστρέψουμε στον τόπο μας, του Δ. Σαββόπουλου και του Β. Παπακωνσταντίνου.
Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΠΗΓΗ: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=81241&ct=114&dt=28/07/1996