Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Δοκίμιο -



Ορισμός : Το δοκίμιο, όπως το δηλώνει και η λέξη, είναι μια δοκιμή, μια απόπειρα για προσέγγιση και προβληματισμό πάνω σε θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Είναι μια σύντομη μελέτη που πραγματεύεται προβλήματα φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, κοινωνικά καθώς και θέματα λογοτεχνίας.
Στόχος του δοκιμίου είναι :
􀂾 να προβληματίσει
􀂾 να θέσει ερωτήματα
􀂾 να διδάξει
􀂾 να συγκινήσει
􀂾 να τέρψει
􀂾 να καλλιεργήσει
Τα χαρακτηριστικά του δοκιμίου είναι :
􀂾 Η συντομία
􀂾 Η σαφήνεια
􀂾 Η καλλιέπεια (πλούσια και προσεγμένη έκφραση)
􀂾 Η διαλεκτική προσέγγιση (αντιπαραβολή θέσεων)
Είδη δοκιμίων :
Α) Αποδεικτικό δοκίμιο :
Ο συγγραφέας αποπειράται να πείσει τον αναγνώστη με τη χρήση κυρίως επιχειρημάτων και τεκμηρίων.
Β) Στοχαστικό δοκίμιο:
Ο συγγραφέας εκθέτει τους προβληματισμούς του ακολουθώντας μια συνειρμική πορεία σύνθεσης.
Πηγή:http://www.schools.ac.cy/eyliko/mesi/themata/nea_ellinika/pdf/nea_ellinika/lykeiou/dokimio_orismos_askisis_clyk.pdf
σχολικό βιβλίο της Γ Λυκείου σελίδα 109

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Παραθέματα του Σ.Μυριβήλη

Η αντιγραφή στις εξετάσεις είναι τις πιο πολλές φορές η νόμιμη άμυνα που αντιτάσσει ο εγκέφαλος του παιδιού εναντίον ενός στραβού και απάνθρωπου εκπαιδευτικού συστήματος. Τόσο νόμιμη όσο κάθε άλλη άμυνα, που έχει ως βάση το ιερό ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.
«Αυτοκτονίες μαθητών». Πτερόεντα. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., [1964]. 145.

Ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο ριζικά, πιο τελειωτικά σαν χάσει την ψυχή του. Την ατομική και την ομαδική ψυχή του.

«Η εθνική μουσική». Το λογοτεχνικό τέταρτο. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., [1962]. 26.
ΠΗΓΗ:   http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=225

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Δικτυογραφία για το Στρατή Μυριβήλη

Στρατής Μυριβήλης (εικόνες)

Wikipedia       (Βιογραφία)

http://culture.ana.gr/view5.php?id=2973&pid=375 (Βιογραφία, έργα του και απόσπασμα από το έργο του Η ζωή εν τάφω

Συντροφιά με τον Μυριβήλη - 40 χρόνια απο το θάνατο του

Ο Στρατής Μυριβήλης για το Μινωϊκό πολιτισμό.


Το παρακάτω ποίημα του Μυριβήλη έχει μελοποιθεί:
Ανιστορώ τη μοναξιά     
Στίχοι: Στράτης Μυριβήλης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Μαίρη Δαλάκου


Ανιστορώ τη μοναξιά τραγούδι να την κάνω
σ' όλον τον κόσμο να το πω κι ύστερα να ποθάνω.
Πολλές φωτιές με ζώσανε κι εγώ δεν λέω σώνει
κι ήρθε τ' αγέρι για δροσιά κι αυτό μου τις φουντώνει.

Ο τόπος μου δεν με χωρά κι η ξενιτιά μαράζι
σαν κειό το μαύρο τ' άρμενο που σκάλα δεν αράζει.
Μαύρη παντιέρα σήκωσα πα σε ψηλό κατάρτι
το χελιδόνι που 'χασα ποτέ να μην ξανάρθει.

Θέλω να σύρω μια φωνή κάθε φωνή να πάψει
να κλάψουν τα ψηλά βουνά κι η θάλασσα να κλάψει.
Γω τραγουδώ την θάλασσα κι ο νους μου εσέ μαλώνει
που είσαι μικρή και ανήξερη και δεν ακούς τιμόνι.

Δες πως λουλούδισε ο καημός και δάκρυσ' η χαρά μου
μπροστά στη μοίρα αμίλητη βαρώ τον ταμπουρά μου.
Άσπρη πετρούλα του γιαλού, κρουστή σαν το χαλάζι
χαλιέται γύρω ένας ντουνιάς και κείνη δεν αλλάζει.

Άνοιξε νυχτολούλουδο κι η νύχτα θα μας φέρει
απ' το σκοτάδι του ουρανού το πιο γαλάζιο αστέρι.
Σαν άναψε τρανή φωτιά κι είδες πολύ μ' αρέσει,
πηδώ την φλόγα να ζωστώ για την διπλή μου μέση.



ΠΗΓΗ: stixoi.info

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Στρατή Μυριβήλη, Πόλεμος

Πόλεμος - Στρατής Μυριβήλης                                                                                                                                                

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Στράτης Μυριβήλης: Αντιμιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος

Ψάχνοντας για πληροφορίες στο δίκτυο για το Στρατή Μυριβήλη βρήκα τα παρακάτω στοιχεία εδώ.

Ο Στράτης Μυριβήλης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του '30, αντιμιλιταριστής πατριώτης και λυρικός πεζογράφος του Αιγαίου, ένας «αδιάλλακτος της λογοτεχνίας» σε συνεχή αναζήτηση της ελληνικότητας, γεννήθηκε στην υπόδουλη ακόμη Συκαμιά της Λέσβου το 1890. Ανήκει στη γενιά εκείνη που πολέμησε για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που παρακολούθησε με πόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τελικά στράφηκε σε έναν ενδοσκοπικό εθνικισμό, αναζητώντας με πάθος τα διακριτικά της ελληνικής συνείδησης στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση.



Ο Στράτης Μυριβήλης, ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου, ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Χαράλαμπου και της Ασπασίας Σταματοπούλου. Μέτριος μαθητής, παίρνει το απολυτήριό του από την Αστική Σχολή Συκαμιάς το 1903. Εκεί, ο σχολάρχης Σπύρος Αναγνώστου, με το κιτρινισμένο δάχτυλό του πάνω στον ανοιγμένο εληνικό χάρτη, έκανε περιπάτους πάνω στα Βαλκάνια, στη Μικρασία και μέσα στις ελληνικές θάλασσες, περιπάτους αντάξιους της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι ξεκινάει ο Μυριβήλης το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Απ' την Ελλάδα. Από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς έως το 1909 φοιτά στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης και στο Γυμνάσιο των Κυδωνιών. Στα γυμνασιακά θρανία η επαφή του με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού ­ Το Ταξίδι του Ψυχάρη, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά, η Ιλιάδα του Αλέξανδρου Πάλλη, τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη, Τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά και ανέκδοτα χειρόγραφα ποιήματα του Γρυπάρη που κυκλοφορούσαν κάτω από τα θρανία ­ διαμορφώνουν πρώιμα τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Πεζογραφήματά του ήδη δημοσιεύονται σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης. Το 1912 βρίσκεται στην Αθήνα, παρακολουθεί μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή και συγχρόνως εργάζεται ως συντάκτης σε αθηναϊκά φύλλα. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στρατεύεται εθελοντής και παίρνει μέρος στους δύο βαλκανικούς πολέμους. Τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913, αποστρατεύεται και επιστρέφει στην Αθήνα. Εγκαταλείπει όμως τα μαθήματα της Φιλοσοφικής και εγκαθίσταται τελικά στη Συκαμιά της Λέσβου. Εκεί εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Μυτιλήνης και ζει από κοντά το προσφυγικό κύμα από τη Μικρασία. Τότε ήρθε πρόσφυγας από το Δικελί και η Ελένη Δημητρίου, η οποία γνωρίζεται με τον Μυριβήλη, για να τον παντρευτεί αργότερα, στα 1920. Απέκτησαν 3 παιδιά: τη Χάρη, τη Δροσούλα και τον Λάμπη. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύεται στο μέτωπο της Μακεδονίας. Το 1917 κατατάσσεται στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αχιπελάγους και συμμετέχει στην προκάλυψη του Μοναστηρίου μαζί με τον αδελφό του, Κίμωνα. Εκεί αρχίζει να γράφει το Η Ζωή εν Τάφω. Ο Μυριβήλης παίρνει μέρος και στη μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την εκκένωση του Εσκί-Σεχίρ καταφεύγει πρόσφυγας στη Θράκη και από εκεί επιστρέφει στη Λέσβο το 1922. Θα παραμείνει στο νησί έως το 1932, οπότε και εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Αθήνα. Κύρια επαγγελματική ενασχόλησή του, κατά την παραμονή του στη Λέσβο έως την εγκατάστασή του στην Αθήνα, είναι η δημοσιογραφία. Εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Καμπάνα» ­ στην οποία αρχίζει να δημοσιεύει το Η Ζωή εν Τάφω ­ και αργότερα την καθημερινή εφημερίδα «Ταχυδρόμος». Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα συνεχίζει να δημοσιογραφεί και γίνεται τακτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών. Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Το 1938 διορίζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής ως Τμηματάρχης Β' Τάξεως. Από το 1946 έως το 1950 είναι Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Παράλληλα, συμμετέχει ενεργά στη συγκρότηση σωματείων λογοτεχνών: υπήρξε ιδρυτικό μέλος και διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών.


Ο Μυριβήλης διδάσκει θεατρικό έργο σε στρατιωτικό θίασο, στο Μακεδονικό Μέτωπο (Νιγρίτα 1916-17). (Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 106)
Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969.
Ο Στράτης Μυριβήλης πρωτοεμφανίστηκε με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες Ιστορίες, που δημοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. Ακολουθεί Η Ζωή εν Τάφω, πρώτα σε συνέχειες από την εφημερίδα «Καμπάνα» και σε πρώτη έκδοση το 1924. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1930 και ήταν σημαντικά αναθεωρημένη και προσαυξημένη με νέα κεφάλαια. Πραγματοποιήθηκαν άλλες πέντε, όλες ξαναδουλεμένες. Η έβδομη και οριστική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1955. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε άλλα δύο μυθιστορήματα: Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια το 1933 και Η Παναγιά η Γοργόνα, το 1949. Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα είχαν ήδη προδημοσιευθεί σε συνέχειες από περιοδικά έντυπα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του διοχετεύθηκε σε νουβέλες, διηγήματα και λυρικά πεζογραφήματα που δημοσίευε χωρίς διακοπή. Έγραψε τρεις νουβέλες: Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, που στην τελική του μορφή δημοσιεύθηκε το 1943, Τα Παγανά το 1944 και Ο Παν το 1946. Εκτός από τη συλλογή Διηγήματα που δημοσιεύθηκε το 1928, οι άλλες συλλογές διηγημάτων φέρουν χρωματικούς τίτλους: Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1939), Το Κόκκινο Βιβλίο (1952) και Το Βυσσινί Βιβλίο (1959). Δημοσίευσε δύο συλλογές λυρικών πεζογραφημάτων: Το Τραγούδι της Γης (1937) και Μικρές Φωτιές (1942) και κατέγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: Απ' την Ελλάδα (1954) και Ολυμπία (1958). Μία συλλογή χρονογραφημάτων δημοσιεύθηκε με τον τίτλο Πτερόεντα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα κριτικά μελετήματα. Τα τρία μυθιστορήματα και Ο Βασίλης ο Αρβανίτης μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, φανερώνοντας την απήχηση του έργου του και στο εξωτερικό. Ο Μυριβήλης τιμήθηκε για το έργο του όσο ζούσε. Το 1940, με το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας για το Γαλάζιο Βιβλίο. Το 1958 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας, ύστερα από πέντε ανεπιτυχείς υποψηφιότητες και διορίζεται τιμητικά μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1959 του απονέμεται ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α'. Προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ ενώ το 1969, λίγο πριν από τον θάνατό του, η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον ανακηρύσσει επίτιμο πρόεδρό της. Το έργο του Στράτη Μυριβήλη μελετήθηκε εκτενώς από την κριτική και τοποθετήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του πολεμικού μυθιστορήματος και της γενιάς του '30. Ξαναδιαβάζοντας ωστόσο σήμερα τον Μυριβήλη, οι παρατηρήσεις μας περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο κεντρικούς άξονες που προσδιορίζουν τον γενικό χαρακτήρα του έργου του σε όλη την πορεία του: ρεαλισμός και/ή λυρισμός, παράδοση και/ή ανανέωση. Μέσα από το πρίσμα αυτό τίθενται ζητήματα που έχουν κατά καιρούς απασχολήσει την κριτική, όπως η επιτυχία μυθιστορηματικής σύνθεσης, η εναρμόνιση του Μυριβήλη με τη γενιά του '30, καθώς και το ζήτημα της γλώσσας και της μορφικής επεξεργασίας των κειμένων.


Ο Μυριβήλης σε σκίτσο του γλύπτη Νικόλα (προέλευση: περ. «Νέα Εστία», αφιέρωμα στον Στράτη Μυριβήλη (1890 - 1969), τ. 128 (Χριστούγεννα 1990), σελ. 89
Η παραδοσιακή και ξεπερασμένη για την εποχή της επιστολιμαία μορφή του Η Ζωή εν Τάφω αποβαίνει το εκφραστικό μέσο μιας νεωτερικής αντίληψης του πολέμου και της υποκειμενικής έκφρασης της πραγματικότητας. Δεν πρόκειται εδώ για την ηρωική διάσταση του πολέμου, αλλά για μια πραγματικότητα φρικιαστική, έτσι όπως βιώνεται από τον φοιτητή λοχία Κωστούλα και καταγράφεται στο ημερολόγιό του. Είναι η φρίκη των χαρακωμάτων έτσι όπως την έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το αντιπολεμικό μήνυμα του έργου αναδεικνύεται μέσα από την ωμότητα της ρεαλιστικής περιγραφής που χρησιμοποιεί τη φρίκη ως μέσο απώθησης και εξισώνει όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κάτω από το βάρος της συντριβής της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η αντιπολεμική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αμεσότητα του ρεαλισμού. Η εσωτερικευμένη όμως πραγματικότητα επιτρέπει λυρικές εξάρσεις και συναισθηματική φόρτιση. Η εξαντλητική επεξεργασία του λόγου, προϊόν των αλλεπάλληλων αλλαγών και αναθεωρήσεων του αρχικού κειμένου της πρώτης έκδοσης, αγγίζει πολλές φορές τη γλωσσική εκζήτηση και γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην περιγραφή τόσο της εξωτερικής και αντικειμενικής πραγματικότητας όσο και της εσωτερικής, του αφηγητή λοχία. Ο ρεαλισμός τού Μυριβήλη παραμένει λυρικός, χωρίς να αναιρείται ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικής εικόνας του πολέμου ούτε και η εσωτερικευμένη βίωσή της. Άλλωστε, μοναδική διέξοδος από τον παραλογισμό του πολέμου είναι η αγάπη για τη ζωή, η ερωτική έλξη για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Και καλύτερη μαρτυρία γι' αυτό δεν μπορεί να είναι παρά η προσωπική.


Από αριστερά, Θράσος Καστανάκης, Στράτης Μυριβήλης, Άγγελος Τερζάκης, Ηλίας Βενέζης, 1934. (Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 113)
Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραμείνει άλλωστε ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του στην εξελικτική του πορεία, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές μετατοπίσεις του συγγραφέα που έχουν επισημανθεί. Η πολύ συγκεκριμένη και πολύ τραυματική εμπειρία του πολέμου αρχικά υποδεικνύει τη δύναμη της φύσης, ως φυσική ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου και ερωτική έλξη. Αργότερα θα καταλήξει σε έναν οικουμενικό ανθρωπισμό, που θα στηλιτεύσει κάθε πολιτική θεωρία και κάθε υπαρκτό σύστημα, εφόσον μέσα από τον δογματισμό τελικά στρέφονται εναντίον του ίδιου του ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του και της πνευματικής ελευθερίας του.
Με αφετηρία την επιστροφή του πολεμιστή μετά τον πόλεμο, την προσπάθεια ένταξής του σε ένα σχεδόν ξένο πια κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και την υπεροχή της φυσικής ερωτικής έλξης απέναντι σε ηθικά διλήμματα και ιδεολογικούς προβληματισμούς, ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα πραγματικό μυθιστόρημα, τη Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, απομακρυσμένο από τον αυτοβιογραφικό λόγο τού Η Ζωή εν Τάφω. Ωστόσο, το σχήμα αυτό αποτελεί τη βάση ενός μύθου που δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί μέσα από τα πρόσωπα της πλοκής. Γράφοντας τη Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια ο Μυριβήλης θα προσπαθήσει να εναρμονισθεί με τις γενικότερες επιδιώξεις της γενιάς του '30, αλλά θα βρεθεί παγιδευμένος σε αντιθέσεις. Ο έντονος ιδεολογικός διδακτισμός χαλαρώνει το κεντρικό νήμα της πλοκής, ενώ ο ρεαλισμός της κοινωνικής κριτικής δεν κατορθώνει να ανανεώσει πραγματικά την παράδοση της ηθογραφίας ενός Καρκαβίτσα και ενός Παπαδιαμάντη. Ο μόνος δρόμος που μένει ανοικτός για τον θερμό αυτόν πατριώτη από τη Λέσβο, και που με συνέπεια θα ακολουθήσει στο εξής, είναι η λαϊκή παράδοση. Η ανανέωση έρχεται μέσα από την επιστροφή στην παράδοση και κυρίως μέσα από την αναγωγή της σε αξία συλλογική. Η ηθογραφική διάσταση του έργου του εξελίσσεται προοδευτικά σε σθεναρή αναζήτηση της ελληνικότητας, η οποία θα αποτελέσει το επίκεντρο των προσπαθειών του, τόσο ως προς το περιεχόμενο των κειμένων όσο και ως προς τον λόγο που χρησιμοποιεί.


Ο Μυριβήλης με τη σύζυγό του Ελένη Δημητρίου, πρόσφυγα από το Δικελί της Μικράς Ασίας που γνώρισε στη Μυτιλήνη, όταν ήταν αρχισυντάκτης της τοπικής εφημερίδας «Σάλπιγξ». Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά
Μέσα στο πνεύμα αυτό, αν διαβάσουμε το έργο του Μυριβήλη που ακολούθησε τη Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια θα διαπιστώσουμε την προοδευτική εξέλιξη μιας πορείας που ξεκίνησε από μια σαφή και συγκεκριμένη αντιπολεμική ιδεολογία, αντιμετώπισε με δυσκολία την προσαρμογή της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου και της αναμφισβήτητης αγάπης για την πατρίδα με τα δεδομένα της ειρηνικής κοινωνίας και τελικά κατέληξε να αναζητά την εθνική και φυλετική ουσία στο παρελθόν, μέσα στη λαϊκή παράδοση, που αποβαίνει έτσι υποθήκη για το μέλλον ως εθνική αυτογνωσία. Η Παναγιά η Γοργόνα, το τρίτο του μυθιστόρημα, όσο και αν στηρίζεται στην κοινωνία της προσφυγιάς, στην ουσία αποτελεί ένα ηθογραφικό πορτραίτο με διαστάσεις συλλογικές. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και τα πρόσωπα του έργου δεν έχουν μυθιστορηματική αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν επιμέρους όψεις ενός νησιωτικού πολιτισμού. Παράλληλα, η δύναμη της φύσης φανερώνει την υπεροχή της έναντι του λογικού, συνδέεται με λαϊκές δοξασίες, αλλά και με τον ερωτισμό και εκδηλώνεται με όλη την ορμή και τον ηδονισμό του, ιδιαίτερα στις νουβέλες Παν και Βασίλης ο Αρβανίτης.


Από αριστερά, Κώστας Μουσούρης, Μιχάλης Περάνθης, Πέλος Κατσέλης, Στράτης Μυριβήλης, 1964.(Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 129)
Οι έννοιες του λυρισμού και του ρεαλισμού χάνουν τα όριά τους, γιατί η ρεαλιστική και ηθογραφική αποτύπωση της παράδοσης και των ανθρώπινων τύπων ανάγεται, μέσα από λυρικές εξάρσεις, σε όψη της ελληνικότητας, της ελληνικής φυλής. Μια φυλή τυραννισμένη και πληγωμένη από εκπατρισμούς. Μια φυλή γεννημένη μέσα στη θάλασσα. Στον Μυριβήλη η έννοια της φυλής διαδέχεται την έννοια του Γένους, ενώ η Μεγάλη Ιδέα μετενσαρκώνεται σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Το φυσικό περιβάλλον στον Μυριβήλη δεν είναι μόνο αισθητικής τάξης, αλλά και γενεαλογικής, ως αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού, ως πηγή της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Αργότερα, στα 1952, σε κείμενό του για την ελληνική θάλασσα, θα υποστηρίξει και ακραίες θέσεις, όπως για παράδειγμα ότι κάθε έργο τέχνης, προκειμένου να διατηρηθεί και να δικαιώσει την αξία του οφείλει να είναι εναρμονισμένο με το πνεύμα της φυλής που το δημιούργησε. Αλλιώς, είναι καταδικασμένο στην καταστροφή. Η γλώσσα του Μυριβήλη εναρμονίζεται πλήρως με τον στόχο του και αποτυπώνει σε μια ξεχωριστή προσπάθεια, μέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των κειμένων, όλη την εξέλιξη της σκέψης του. Αντλεί ακατάπαυστα από τη λαϊκή παράδοση, την κιβωτό του ελληνισμού, και μεταφέρει την προφορική διάλεκτο στον γραπτό λόγο χωρίς ωστόσο να προδώσει τη λογοτεχνική δημιουργία. Έχουν σημειωθεί βέβαια και κάποιες λεκτικές ακρότητες ή αστοχίες, αποτελέσματα ενός άκρατου δημοτικισμού. Η γλωσσική εκζήτηση, θεωρητικά ασύμβατη με τη ρεαλιστική ηθογραφία, οδήγησε την κριτική να μιλήσει για «ρεαλιστική ωραιολατρεία» ή για «κράμα ρεαλισμού και λυρισμού». Ωστόσο, η αδιάκοπη εκφραστική προσπάθεια του Μυριβήλη συγκροτεί ολόκληρο το έργο του σε ένα σύνολο και ουσιαστικά αναιρεί τις αντιθετικές του όψεις: παράδοση και ανανέωση, ρεαλισμός και λυρισμός μετουσιώνονται σε ένα σώμα, σε μια εσωτερικευμένη ποίηση της ζωής και της φύσης, με στόχο να προβάλουν την αξία και την ουσία του ελληνικού στοιχείου. Ο Στράτης Μυριβήλης συμπορεύθηκε με τη γενιά του '30, αλλά διακρίθηκε σε πολλά σημεία από τις επιδιώξεις της. Η πίστη στην παράδοση, η προσκόλληση στο νησιωτικό περιβάλλον και οι ηθογραφικές διαστάσεις του έργου του δεν εναρμονίζονται πλήρως με τα ζητούμενα της γενιάς αυτής. Ωστόσο, ο Μυριβήλης μέσα από την προσωπική του πορεία, με τους ξεχωριστούς δικούς του τρόπους, ανανεώνει την παράδοση και την ανάγει σε αξία συλλογική, αναζητά με πάθος την ελληνικότητα, εκφράζει την αναγεννητική ορμή της φύσης και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και στην πνευματική του ελευθερία, αποβαίνοντας έτσι ένας από τους κυριότερους εκφραστές του καιρού του.
* Η Ράνια Πολυκανδριώτη είναι ερευνήτρια στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ 
πηγή: Τα ΝΕΑ 


Μπορείτε να βρείτε βιογραφικά στοιχεία του Στρατή Μυριβήλη και στη Wikipedia

Στρατής Μυριβήλης


Δείτε το παρακάτω video από την εκπαιδευτική τηλεόραση.


Ο Στράτης Μυριβήλης εξέχουσα μορφή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανήκε στη γενιά του ’30. Πήρε ενεργό μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο, το Μικρασιατικό Πόλεμο και ως πολεμικός ανταποκριτής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περιέλαβε πολλές από τις εμπειρίες τους σε έργα του. Το έργο του είναι ελληνοκεντρικό και αποπνέει πνευματικότητα και πίστη σε μεγάλες αξίες όπως η ειρήνη. Υμνητής της ζωής, ρεαλιστής αλλά και λυρικός στις περιγραφές του, ο Μυριβήλης διακρίθηκε για το υψηλό επίπεδο χειρισμού της γλώσσας.


Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Η πεζογραφία της γενιάς του '30

Οι πεζογράφοι που εντάσσονται στην «Γενιά του '30» είναι σύνολο συγγραφέων με συχνά διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με κοινό στόχο την ανανέωση της πεζογραφίας. Οι γενικές τάσεις που επικράτησαν μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: πεζογράφους με καταγωγή από την Μικρά Ασία,που εμφανίστηκαν ήδη από την δεκαετία του '20 και έμειναν πιο κοντά στην παράδοση, εμπνεόμενοι κυρίως από τον τόπο καταγωγής τους και οι οποίοι συχνά αποκαλούνται «Αιολική Σχολή» (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου και Στρατής Δούκας), τους πεζογράφους που ακολούθησαν κυρίως την τάση του αστικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης κ.α.) και τέλος πεζογράφους που εισήγαγαν μοντερνιστικές τάσεις όπως η παραβίαση των ρεαλιστικών συμβάσεων και νέες αφηγηματικές τεχνικές όπως ο εσωτερικός μονόλογος. Αυτή η ομάδα συχνά ονομάζεται «Σχολή της Θεσσαλονίκης», επειδή οι κύριοι εκπρόσωποι (Στέλιος Ξεφλούδας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης κ.α.) έζησαν και έδρασαν στην Θεσσαλονίκη.
Μία αξιοσημείωτη τάση που παρατηρείται στην πεζογραφία της γενιάς του '30 μετά την δικτατορία του Μεταξά το 1936 είναι η στροφή πολλών συγγραφέων στο άμεσο ή απώτερο παρελθόν, δηλαδή σε αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία (για παράδειγμα ο Λεωνής του Θεοτοκά) ή ιστορικά μυθιστορήματα (όπως η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη). Αυτή η στροφή ερμηνεύεται ως εθελοντική «λογοκρισία» των συγγραφέων απέναντι στο καθεστώς αλλά σχετίζεται και με την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και την αξιοποίηση της παράδοσης.
ΠΗΓΗ: Wikipedia

Στοιχεία για τη γενιά του 30 μπορείτε να βρείτε και εδώ:
http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=21/06/2002

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Ρόδι της γονιμότητας και της ποίησης


ΑΠΟ ΤΗΝ αιγυπτιακή και την ελληνική μυθολογία μέχρι τα πέρατα της ιστορίας και του κόσμου και από την Παλαιά Διαθήκη μέχρι τη σύγχρονη λογοτεχνία, η ροδιά έγινε η μεγάλη κόρη, μάνα και μούσα των ποιητών, γεμάτη γλυκές μνήμες, μύθο και ρομαντισμό. Η ροδιά που κρέμεται με τα σκληρά της μήλα έξω από το παράθυρο ενός κήπου, είναι εικόνα που μεταλλάσσεται σε νοσταλγία κάθε φορά που τυχαίνει το μάτι να σκαλώνει σε γωνιές της πόλης που αντιστέκονται.

Ο μύθος λέει ότι ο Πλούτωνας απήγαγε την Περσεφόνη και την πήγε στα μέρη του, στον Κάτω Κόσμο. Της χάρισε ένα ρόδι και η αφελής έκανε το λάθος να φάει λίγα από τα ροδιά γλυκά μπαλάκια. Καταδικάστηκε έτσι να ζει το μισό χρόνο, το χειμώνα, με τον Πλούτωνα και τον άλλο μισό, το καλοκαίρι, στον Επάνω Κόσμο. Ροδιές εικονίζονταν στα καρχηδονιακά και τα φοινικικά παράσημα καθώς και στην πίσω πλευρά των νομισμάτων της Ρόδου. Σημαντική θέση κατέχει η ροδιά στην ελληνική μυθολογία, καθώς συμβολίζει τη γονιμότητα, την αφθονία και την ψυχική ισορροπία. Ηταν αφιερωμένη στη θεά Ηρα, προστάτιδα του γάμου και της γέννησης, η οποία στα γλυπτά κρατά πάντα μία ροδιά. Ο Θεόφραστος ονόμαζε τη ροδιά «Ροίο».

Η μακρά ιστορία της ροδιάς έχει καταγράψει πολλές άλλες χρήσεις της εκτός από την κλασική... φαγώσιμη. Μνημονεύεται σε πολλές μυθολογίες, όπως στην αιγυπτιακή, και για πολλούς άλλους λαούς αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή μελανιού, βαφών για ρουχισμό, ενώ η γνωστή μορφή της έχει καλλιεργηθεί και συνεχίζει να καλλιεργείται σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου και την Ινδία. Οι Φοίνικες και οι Αραβες έμποροι σύστησαν τη ροδιά σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Τα ρόδια χρησιμοποιήθηκαν με πολλούς τρόπους, όπως γίνεται και σήμερα. Ηταν απαραίτητο στοιχείο στην αιγυπτιακή μυθολογία και τέχνη, εκθειάζονται στην Παλαιά Διαθήκη της Βίβλου και στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ και μεταφέρονταν από τα καραβάνια στην έρημο χάριν του δροσιστικού χυμού τους.

Μα πάνω απ' όλα η ροδιά είναι έμπνευση και τέχνη. Θα έπρεπε ίσως να θυμηθούμε τον Οδ. Ελύτη και την «Τρελή Ροδιά».

«Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστου, τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της, ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά, πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;»
ΠΗΓΗ:  ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/12/200