Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Τρεις νεοέλληνες λογοτέχνες

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Τρεις νεοέλληνες λογοτέχνες: Μάριος Χάκκας, Φαίδωνας Ταμβακάκης, Βασίλης Ζιώγας.

Από το άρθρο του κ.Δερμιτζάκη αντιγράφω μόνο τα στοιχεία για το Μ.Χάκκα.
Μάριος Χάκκας, ο πρόωρα χαμένος

Φέτος κλείσανε 20 χρόνια (τώρα βέβαια που σκανάρισα το κείμενο έχουν κλείσει 35) από το θάνατο του πρόωρα χαμένου Μάριου Χάκκα.
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας το 1931. Στη λογοτεχνία κάνει την εμφάνισή του το 1965, με την ποιητική συλλογή «Όμορφο καλοκαίρι». Το 1966 εκδίδεται η πρώτη από τις τρεις συνολικά συλλογές διηγημάτων του με τίτλο «Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού». Η δεύτερη με τίτλο «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» θα εκδοθεί το 1970. Την επόμενη χρονιά θα εκδοθούν τα θεατρικά μονόπρακτα «Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά». Ο Μάριος Χάκκας πεθαίνει στις 5 Ιουλίου 1972, μετά από πολύχρονη, βασανιστική αρρώστια. Δεν θα προλάβει να δει εκδομένη την τελευταία συλλογή του, «Το κοινόβιο», που θα εκδοθεί λίγο αργότερα.
Για τα 35 χρόνια από το θάνατό του θα παρουσιάσουμε την ανέκδοτη παρουσίαση του έργου του που γράψαμε το 1991, 20 χρόνια από το θάνατό του, χωρίς μεταβολές και προσθήκες.
Η πρώτη συλλογή αποτελείται από 25 διηγήματα χωρισμένα σε πέντε ενότητες. Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Του στρατού». Πρωταγωνιστές τους είναι μουλάρια και μουλαράδες. (Μουλαράς είναι η ειδικότητα που αποκτούσαν οι «χαρακτηρισμένοι» στο στρατό). Τα διηγήματα αυτά είναι κατά βάση σατιρικά.
Ο «Κολοβός» είναι ένα ατίθασο μουλάρι. Ο διοικητής αναγκάζει έναν από τους στρατιώτες της μονάδας που αποφεύγει να παρακολουθεί τα μαθήματα εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης, δηλαδή της αντικομουνιστικής προπαγάνδας, να το ιππεύσει, ελπίζοντας ότι το μουλάρι θα τον πετάξει κάτω και θα τον σκοτώσει. Όμως οι δυο απείθαρχοι, ο φαντάρος και το μουλάρι, τα πάνε μια χαρά. Στο τέλος της ιππασίας είναι ανεκδιήγητο.
«Γύρισε τα θεόρατα σφιχτά καπούλια του προς το γραφείο του διοικητή και χωρίς μεγάλο ζόρι τράβηξε μια πορδή (μα μια πορδή!!!) που σείστηκε το τάγμα όλο. Ο καβαλάρης δεν έπαθε αβαρία, γιατί ήταν εκτός βολής. Μόνο που κουφάθηκε λίγο. Όμως τα τζάμια του Διοικητηρίου γίναν θρύψαλα κι οι λαμαρίνες απ' τα τωλ τρίξανε τόσο δυνατά που πολλοί νομίσανε πως γίνεται σεισμός ή κάποιος αιφνιδιασμός, μπορεί και πόλεμος και τους πιάσανε στον ύπνο...»
Στη «Φυλετική αφύπνιση» ένας γύφτος ανακτά την αξιοπρέπειά του βλέποντας στον κινηματογράφο ένα Ταρζάν πιο μελαχρινό απ' αυτόν να κάνει χίλια δυο κατορθώματα. Στο τρίτο διήγημα,"ένα μουλάρι αφηγείται" την τρυφερή του σχέση με ένα μουλαρά. Στο "Ένας αγνοημένος φιλέλληνας" σατιρίζονται οι φιλοναζιστές εθνικόφρονες αξιωματικοί. Στη "Μουλαροπεριπέτεια", Τα μουλάρια εκδικούνται την ταπείνωση των αναβατών τους από τους κατοίκους ενός χωριού, γεμίζοντάς το καβαλίνες.
Τα διηγήματα "Της φυλακής" αναφέρονται στους πολιτικούς κρατούμενους. Η "Μπουμπούκα" είναι ένα πουλάκι με το οποίο έχει αναπτύξει τρυφερές σχέσεις ένας από τους κρατούμενος. Κάποτε το χάνει. Άδικα περιμένει τον ερχομό του. Το έχει σκοτώσει ένας από τους φύλακες. Στο "Σινεμά" σατιρίζονται πρακτικές του αριστερού κινήματος σε σχέση με "αποκλίνοντες" συντρόφους. Η κριτική της αριστεράς αποτελεί εξάλλου μια από τις κύριες θεματικές των διηγημάτων του.
Στο "Σπάσιμο" βλέπει με συμπάθεια τον αγωνιστή που είναι έτοιμος να σπάσει σε μια στιγμή αδυναμίας. Η στιγμιαία αυτή αδυναμία, παρόλο που ξεπεράστηκε αμέσως, δεν θα του συγχωρεθεί από τους συντρόφους του.
"Οι άλλοι", οι σύντροφοι, θα γίνουν έξαλλοι από το ροχαλητό του νεοφερμένου συντρόφου, κι ας τους έχει μοιράσει σχεδόν όλα του τα υπάρχοντα, και όχι μόνο το 50% όπως επέβαλλαν οι κανονισμοί των πολιτικών κρατουμένων.
Η "Αποφυλάκιση" είναι μια ελεγεία για τον αγνό αγωνιστή της αριστεράς. Κάνει όνειρα για την αποφυλάκισή του. Κάποτε έρχεται η μέρα. Ενώ όμως δρασκελίζει το κατώφλι της φυλακής, τον σταματάνε και του κάνουν έρευνα. Βρίσκουν πάνω του ένα μήνυμα των φυλακισμένων προς το κόμμα, και τον ξαναρίχνουν μέσα.
"Ένα πόδι μετέωρο...τα ξύλα της κάσας που κόλλησαν πάνω
του σε σχήμα φερέτρου, ένα βήμα ανεκπλήρωτο... το χωμάτινο δρόμο τ' απόβροχου μέσα στ' απόγευμα. .. ερευνήστε ξανά τη βαλίτσα...."
Δεν είναι στίχοι ποιήματος, είναι αποσπάσματα από την προτελευταία παράγραφο. Οι ανάπαιστοι αυτοί καιριότατοι, παραπέμπουν συνειρμικά στη δόξα που "μελετά τα λαμπρά παλικάρια. "Λαμπρό παληκάρι κι αυτός.
Το "Καταπληκτικό", το πρώτο από τα διηγήματα "Της ζωής", αναφέρεται στον συμβιβασμό που έκανε ένας μουσικός, αναγκαζόμενος να γράψει "μπουζουκομουσική", για να δώσει ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Δεν θα παραξενευόμουν αν ο συγγραφέας, γράφοντας αυτό το διήγημα, είχε υπόψη του τον Θοδωράκη.
"Το μαντήλι, ο έρωτας και το συνάχι", με ένα συμβολισμό αντίστοιχο με τον ποιητικό, δείχνει το τέλος ενός ειδυλλίου με την αρχή του φθινοπώρου.Ο άντρας το αποδίδει στην αποτυχία του τελευταίου τους ραντεβού, γιατί ήταν συναχωμένος. Ήταν μάλιστα τόσο συναχωμένος, που αναγκάστηκε να ζητήσει και το μαντήλι της φίλης του.
Και η φίλη του; Πού απέδωσε αυτή το τέλος της σχέσης τους;
"-Το μαντήλι Πόπη μου, το μαντήλι, είναι πάντα χωρισμός. Αν δεν του είχα δώσει το μαντήλι, δεν θα χωρίζαμε ποτέ."
"Στη σάλα του σύμπαντος κόσμου" ο ήρωας αντιμετωπίζει όχι μόνο την απογοήτευση ενός χωρισμού που νόμιζε πρόσκαιρο, αλλά και την εξαπάτηση της τουρίστριας φίλης του που του έκλεψε τον παραπάνω τίτλο, προορισμένο για ένα δικό του έργο, για να φτιάξει ένα συναρπαστικό ρεπορτάζ από τη σχέση τους.
Η "επέτειος" ενός γάμου χαλάει όταν η γυναίκα θυμίζει στον φουκαριάρη σύζυγό της τον δοσά. Είναι έτοιμοι να κάνουν έρωτα. Όμως αυτός αδυνατεί. "Σου είπα δεν θέλω πια. Μη με σκαλίζεις. Δε γίνεται. Καταλαβαίνεις, δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Ο δοσάς αυτή τη στιγμή στο κρεβάτι μου. Ασιχτίρ."
Το "λεωφορείο ο κόσμος" είναι μια τραγελαφική περιγραφή του επιβατικού κοινού ενός λεωφορείου.
"-Ένα βήμα μπρος, ακούστηκε η φωνή του εισπράχτορα απ' το μεγάφωνο.
-Το "Ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω" του Λένιν σπουδαίο βιβλίο, είπε ο ένας από τους δυο νεαρούς που δεν νοιάστηκαν καθόλου για όσα συνέβηκαν στο λεωφορείο.
-Και το "Τι να κάνουμε" πρέπει να το ξαναδιαβάσουμε."
"Τ' ανάποδα" είναι πέντε διηγήματα, καταπληκτικά σαν σύλληψη, που θα τα ζήλευε και ένας Κάφκα.
Το πρώτο, δισέλιδο, με τον τίτλο "Τηλέφωνο" μοιάζει περισσότερο με άσκηση στη φόρμα. "Το τηλέφωνο κτυπούσε... Ήταν ένας πελάτης. Διαμαρτυρόταν για κάποιο διαμαρτυρημένο γραμμάτιο. "
Στο "Πτώμα" ο ήρωας "βρέθηκε τελικά μπλεγμένος σ' ένα παρόν όλο χρέη που χρειάστηκε να το ξοφλήσει απ' το μέλλον".
Πώς; Προπουλώντας το πτώμα του. Ήταν αδύνατο πια να ξεφύγει. Η πράξη πώλησης αναγραφόταν στο διαβατήριο του και έτσι δεν μπορούσε να το σκάσει στο εξωτερικό.
Θέλει να εκδικηθεί. Όχι, δεν θα πάρουν το πτώμα του. Ρίχνεται μέσα σ' ένα καιγόμενο χτίριο, να καεί. Ακούει τις φωνές ενός παγιδευμένου παιδιού. Να το σώσει;
"Αυτό το παιδί μεγαλώνοντας θα μπλεχτεί σ' ένα παρόν όλο χρέη, θα πουλήσει το μέλλον του, θα προεισπράξει το πτώμα του. Γιατί η προσπάθεια αυτού του παιδιού στη ζωή, τη δικιά του, αφού το αποτέλεσμα ήταν γνωστό; Για το κέρδος της αγωνίας και μόνο;
Σαν την Φραγκογιαννού, δεν θα το σώσει.
Στην «Τροχαία περίπτωση ο ήρωας, ενώ παίρνει τις πιο εξονυχιστικές προφυλάξεις για να μην τον παρασύρει κανένα αμάξι, θα διαμελιστεί τελικά από ένα φορτηγό στην προσπάθειά του να σώσει ένα γεράκο που πουλούσε μαλλί της γριάς.
Στο "Ζήτημα" γίνεται μια σατιρική αναπαράσταση συνεδρίασης της αριστεράς, με την ξύλινη γλώσσα των τυποποιημένων και επαναλαμβανόμενων φράσεων, κενών ή συγκεχυμένων νοημάτων. Ο ήρωας, όταν αντιδρά, εκπαραθυρώνεται.
"Οι κουφοί" είναι επίσης μια σάτιρα της Αριστεράς. "Ενώ άκουγε εξαίρετα τους καθοδηγητές, τα ανώτερα όργανα, ήταν θεόκουφος στα κατώτερα όργανα, στα πιο
κάτω στελέχη."
"Η σύσκεψη" είναι κι αυτό ένα σατιρικό κείμενο για τις ατέλειωτες "υπνοφόρες" (έτσι τις χαρακτήρισε πετυχημένα ένας σύντροφός μου εκείνα τα χρόνια) συνεδριάσεις της Αριστεράς. Ο ήρωας αναρωτιέται πώς, ενώ είναι ανοιχτή η πόρτα της εισόδου, αδυνατεί να ξεφύγει. Πολλοί αναρωτιόμαστε ακόμη.
Στο "Συμβούλιο" ο σύμβουλος εισηγείται την παραχώρηση "δωρεάν ταφίου εις τον εκλιπόντα συνάδελφον Αθανάσιον Αθανασίου. .. διότι παραχωρούντες τώρα ταφίον εις τον αείμνηστον Αθανάσιον Αθανασίου αι επερχόμεναι γενεαί των συμβούλων θα παραχωρήσουν και εις ημάς δωρεάν ταφίον, διότι άλλως, διατί να εγκαταλείπωμεν τας εργασίας μας και να ασχολούμεθα με το Δημαρχείον, το οστεοφυλάκιο και το νεκροταφείον; Κάλλιστα δεν θα ησχολούμην με τα κοινά, εάν δεν υπήρχε αυτή η τιμητική διάκρισης αποκτήσεως μονίμου τάφου, ταφόπετρας η οποία αιωνίως θα με σκεπάζει και σταυρού ο οποίος θα φέρει χαραγμένο το όνομα μου, την ιδιότητά μου ως συμβούλου και το συγκινητικό ενδιαφέρον μου για το νεκροταφείον της πόλεώς μου, δια να βλέπουν οι επερχόμενοι πόσο μικρόν το παραλάβαμε και πόσον μεγάλο το απεδώσαμεν και να έχουν την φιλοδοξίαν να το επεκτείνουν προς άπασας τας κατευθύνσεις, καλύπτοντες την πόλιν όλην με τάφους οικογενειακούς, ατομικούς, συγγενικούς, μονίμους, προσωρινούς, επ' ενοικίω, δι αντιπαροχής, δια προπωλήσεων, με δόσεις, τάφους βρεφών οι οποίοι είναι οικονομικότεροι διότι καταλαμβάνουν ολιγότερων χώρον, τάφους τρυφερών κορασιών, διότι λειώνουν γρηγορότερον, τάφους ονείρων, τάφους ελπίδων, τάφους ερώτων, διότι δεν πιάνουν καθόλου χώρον..."
Στις μεταγενέστερες εκδόσεις της συλλογής περιλαμβάνονται και τρία διηγήματα που πρωτοδημοσιεύθηκαν στα "Νέα Κείμενα 2" τον χειμώνα του 72, σύμφωνα με επιθυμία του συγγραφέα. Το "Ένα κορίτσι" "είναι τρελή. Μ' όλα τα παρακάλια των δικών της είπε πως προτιμάει τη φυλακή παρά να δει τα μούτρα αυτών που γυρίζουν". Αυτοί που γύριζαν ήταν οι συλληφθέντες από τη χούντα, που γύριζαν στα σπίτια τους αφού υπόγραφαν δήλωση.
Στο "Ψαράκι της γυάλας" όπως και στο "Ο Γιάννης το θεριό μυρμήγκι" δεν υπάρχει η αντίθεση ανάμεσα στους σπασμένους και σ' αυτούς που δεν θέλουν να το
βάλουν κάτω, όπως στο προηγούμενο διήγημα. Υπάρχει ο σπασμένος που διατηρεί μέσα
του κάποιες σπίθες ηρωισμού. Στο "Ψαράκι της γυάλας" (που ανθολογείται στα κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Λυκείου) ο ήρωας, συμβιβασμένος από χρόνια, θα ρισκάρει τη σύλληψη (η χούντα εκείνο τον καιρό συνελάμβανε όλους τους φακελωμένους) επιστρέφοντας σπίτι του, για να γλιτώσει το ψαράκι στη γυάλα που το είχε ξεχάσει στη βιάση του να φύγει.
"Ο Γιάννης το θεριό μερμήγκι" ωρύεται μέσα στο κελί του, τύφλα στο μεθύσι, κατά των κομμουνιστών, μπας και τον αφήσουν. Ο αφηγητής, φυλακισμένος μαζί του, στην αρχή τον φοβάται, καθώς τον βλέπει έτσι μπρατσωμένο. Τον στριμώχνει όμως σιγά σιγά, αναγκάζοντας τον να παραδεχθεί με τρόμο το κομμουνιστικό
παρελθόν του που δεν ήταν ολότελα παρελθόν, αφού αποδεικνύεται ότι πριν λίγο είχε γεμίσει το Παγκράτι με συνθήματα, μαζί με ένα φίλο του. Ο αφηγητής μάταια θα τον αναζητεί επί μήνες στην ταβέρνα όπου συχνάζει. Εξακολουθεί να είναι μέσα.
"Ο μπιντές και άλλες ιστορίες" είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα. Εκδομένη το 1970, την χωρίζουν τέσσερα χρόνια από την πρώτη συλλογή.
Παρόλο που ο τίτλος λέει "...και άλλες ιστορίες", οι άλλες ιστορίες, εκτός από τον μπιντέ, είναι λίγες. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα από τα κείμενα αυτά δεν είναι ιστορίες, αλλά "εξομολογήσεις", όπως δηλώνει πολύ χαρακτηριστικά ο υπότιτλος της πρώτης ομάδας κειμένων. Οι εξομολογήσεις αυτές, με τη μορφή του εσωτερικού μονόλογου, έχουν ένα ποιητικό, λυρικό χαρακτήρα, που ώρες ώρες γίνεται ολότελα κρυπτικός.Ο ποιητής, με οξυμένη την ευαισθησία του από την αρρώστια και την απογοήτευση της δικτατορίας, έχοντας ήδη βιώσει την παραίτηση και τον συμβιβασμό των πολλών, την απογοήτευση των ("Τυφεκιοφόρος του εχθρού" μόνο με μια τέτοια γλώσσα θα μπορούσε να εκφραστεί. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το "Έτσι, σαν πρόλογος" της συλλογής, και από την άποψη του ύφους και από την άποψη του ιδεολογικού στίγματος της συλλογής.
"Τόσα χρόνια σ' αυτόν τον μάταιο πόλεμο, κι ακόμα πασχίζω, γαβγίζοντας, έστω κι ας μην μπορώ να δαγκώσω, γράφοντας συνθήματα οργής πίσω από πόρτες δημόσιων καμπινέδων, αφημένος στο επικίνδυνο μπότζι των νεύρων μου να μου χαράζει πορεία, ανοίγοντας κλουβιά καναρινιών στο καταχείμωνο, που θα βρεθούνε σαν τα όνειρα μας κόκαλο στο ρείθρο ή φτερά να ταξιδεύουν πάνω απ' αυλές, οδούς και στέγες - πούπουλα".
Στην πρώτη εξομολόγηση ο συγγραφέας αναφέρεται στο "τσαλάκωμα" της ζωής του.
"...Όλα αυτά περάσανε μέσα μας, όπως χαπάκια που τα διέλυσαν άλλοι κρυφά στο φαΐ μας και δεν το πήραμε είδηση, ιδέες που μας τις πάσαραν με μια επιδέξια κίνηση, ίσως στον ύπνο, ένεση που μας την έκαναν με υψηλό πυρετό και δεν αισθανθήκαμε μέσα στο λήθαργο ούτε το τσίμπημα".
Στην "Περίπτωση θανάτου" ο συγγραφέας αναλογίζεται με απελπισία την προοπτική του πρόωρου θανάτου του.
"...έζησα, προχωρώντας στην τελική ευθεία, χωρίς να 'χω τουλάχιστον τρεις πήχες χασέ, τα μπουρμπουάρ των τραυματιοφορέων, κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη".
Οι "Εξαιρετικές στιγμές" είναι η αναπόληση μιας αγάπης που στο "Ένας χωρισμός" αποκαλύπτεται η αναξιότητά της. Η "Αυτοπυρπόληση" είναι οι φαντασιώσεις κάποιου που περιμένοντας τη γνωμάτευση του γιατρού νομίζει ότι πάσχει από ανίατη αρρώστια. Ανακουφίζεται απέραντα όταν, μετά την εξέταση, τον καθησυχάζει ο γιατρός. (Ανάλογο θέμα αναπτύσσει και η Μάρω Βαμβουνάκη στο διήγημά της "Τα γνωστά και τα άγνωστα" από τη συλλογή "Ιστορίες με καλό τέλος". Η ηρωίδα, σίγουρη ότι έχει καρκίνο, θα ξαναγυρίσει απελπισμένη στον πρώην άντρα της για να τον εγκαταλείψει πάλι μόλις οι εξετάσεις που παίρνει δείξουν αρνητικές.)
"Ο φόνος" είναι η αφήγηση ενός τρελού.
"...Ο Μαρξ ήταν μεγάλο κεφάλι... στη ζωή μου με ταλαιπώρησε και έπρεπε κάποτε να απαλλαγώ κι απ' αυτόν".
Μια γυναίκα με την οποία τα είχε, του έφυγε γιατί της είχε ζαλίσει το κεφάλι με τον Μαρξ. Φαντάζεται να τη διαμελίζει σαν κούκλα.
"...ας γύριζε πίσω για ένα ήσυχο ύπνο. Υπόσχομαι να μην ξαναβγάλω άχνα για Μαρξ. Κι ο νόμος της υπεραξίας του, καλά που τον ξέρουμε για να πιάνουμε τους άλλους κορόιδα. Όχι πια πάλη των τάξεων, μόνο πάλη κορμιών στο κρεβάτι."
Το ίδιο πράγμα θα πουν αργότερα ο Μίλαν Κούντερα και ο Χρόνης Μίσσιος.
Οι ιστορίες με υπότιτλο " Η διάλυση" δεν είναι κι αυτές παρά εξομολογήσεις. Στην "Κατά Μάικ" εξομολόγηση, ο Χάκκας αναπτύσσει πάλι το δίδυμο του σεξουαλικού κηρύγματος με την κριτικής ενάντια στο κόμμα. "Μόνο ο σεξουαλισμός θα μας σώσει, ο σοσιαλισμός δεν θα έλθει", θα αναφωνήσει αφοριστικά. Καλά που ο Τάκης σκοτώθηκε νωρίς. "Πώς θα γινόταν ο Τάκης αν ζούσε, πώς θα τον σιάχναν οι δικοί του νομίζετε; Ίδιο με τον άλλον τον Τάκη, τον ανορθόδοξο. Εκεί θα καταντούσε. Κι έτσι δεν έχει καμιά σημασία ούτε για κείνον που έζησε, ούτε για κείνον που χάθηκε. Δεν υπάρχει δικαίωση. Κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή, κι ίσως το μόνο που υπάρχει είναι η στιγμή που περπατάς ή που στέκεσαι κατά ένα τρόπο που ποτέ άλλος άνθρωπος δεν στάθηκε ή δεν περπάτησε".
Το "Κατά των ανθέων" είναι μια σπαρταριστή σατιρική αφήγηση ενάντια στις συμβατικότητες που καταστρέφουν την ερωτική αμεσότητα και τον αυθορμητισμό. Επιδιώκοντας ο ήρωας μια τέτοια αμεσότητα με μια κοπέλα, θα τα κάνει θάλασσα.
Η "Τοιχογραφία" είναι μια ελεγεία για την Καισιαριανή του κατοχικού θρύλου.
"Καισαριανή, ιδρώνω, Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά της μεσιτείας και ρεύεσαι... Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου... Τίποτα δεν μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπό σου, σαν γέρικο σκυλί που γλύφει τις πληγές του στην επούλωση... ".
Στο "Νερό" επικρατεί η ίδια σαρκαστική διάθεση.
"Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ' ένα οικοπεδάκι σ' εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ' αυτοκίνητο μου τρέχει μ' εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη η ταχύτητα, ούτε τα δένδρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, πού να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σου φαίνεται η καινούρια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιο κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Και το πατούμενο; Καλά, έ; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Κάποτε πατούσα ξυπόλυτος κι έτριζε η γη. Άλλα χρόνια..."
Στον "Γκορπισμό" ο συγγραφέας ταλανίζεται πάλι από το ενδεχόμενο του επερχόμενου θανάτου του.
"...αν θα υπάρξω, είμαι τώρα πια βέβαιος, δε θα οφείλεται στα γραφτά μου, αλλά στις πράξεις μου, στα κορίτσια που χάιδεψα, στους φίλους που φίλεψα παρηγοριά κι εγκαρτέρηση, για όσο καιρό φυσικά θα υπάρχουν κι αυτοί."
Ο συγγραφέας κάνει σύγκριση του νοσοκομείου όπου βρίσκεται με τη "Φυλακή", στην ομώνυμη ιστορία. Στη φυλακή υπάρχει η ελπίδα της αποφυλάκισης, στο νοσοκομείο δεν υπάρχει καμιά.
Ο επικείμενος θάνατός του δεν είναι όμως η μόνη αιτία της θλίψης του.
"Δεν κρατιέμαι πια από πουθενά. Απ' όπου κι αν πιάστηκα, σπάσαν ξερά κλαδιά. Η ανθρωπότητα αδιαφορεί για την ύπαρξή μου κι εγώ άλλο τόσο για κείνη. Οι ιδεολογίες δεν είναι πια στρογγυλές, τόσα ρήγματα και τόσα μπαλώματα. "
Στον "Τρίτο νεφρό" ο συγγραφέας θλίβεται για το μισοτελειωμένο έργο του.
"Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ' όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν άλλοι, την κατέγραψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παρά πέρα. "
Στο αφήγημα αυτό υπάρχει ένα από τα ωραιότερα λογοπαίγνιά του, που αποτελούν ένα από τα κύρια υφολογικά χαρακτηρίστηκα του έργου του. Βρίσκει την "ποίηση για την ποίηση" του Mallarme, mal armee (καλά εξοπλισμένη). Ζητά μια ποίηση βιωματική, που να βγαίνει μέσα από τον πόνο, alarmee (τρομαγμένη, αφυπνισμένη) προϋπόθεση για να γίνει bien armee (καλά οπλισμένη).
Στην τρίτη υποενότητα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής έχουμε πραγματικές ιστορίες, όπως στην πρώτη συλλογή. Ο "Μπιντές" είναι ένα σατιρικό κείμενο γι αυτούς που σκοτώνονται μια ζωή για να αποκτήσουν ένα σπιτάκι. Οι "Άφαντοι" είναι κάποιοι αγνοούμενοι της Μικρασιατικής καταστροφής που προτίμησαν να μείνουν στην Μικρά Ασία παρά να γυρίσουν στις μέγαιρες συμβίες τους, που δεν θα πάψουν να τους αναζητούν.
"Ο φωτογράφος" είναι μια Καυκική ιστορία. Ο φωτογράφος γερνάει στο φωτογραφείο του προκειμένου να πετύχει τη σωστή μεγέθυνση της φωτογραφίας ενός νεκρού. Η χήρα του δεν τον αναγνώριζει. Και όταν σε μια τελευταία απελπισμένη χειρονομία βάζει τα δικά του χαρακτηριστικά, εκείνη θα αναφωνήσει:
"Εσύ είσαι, και κλαίει μ' αναφιλητά." Ποιο το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας;
"Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια."
"Το καμιόνι" αναφέρεται στον Μήτσο, που είναι μόνιμα κυνηγημένος.
"Με κυνηγάει ακόμη. Με κυνηγάει για μια κλεμμένη γερμανική κουραμάνα. Με κυνηγάει ένα εγγλέζικο τανκ για μια ροχάλα τάλιρο στο φινιστρίνι του. Με κυνηγάνε όλοι οι μυστικοί της συνοικίας. Με κυνηγάει ο δοσάς της γειτονιάς ζητώντας την τελευταία δόση απ' το πρώτο μου κουστούμι. Με κυνηγάνε της κρεβατοκάμαρας γραμμάτια."
Στο τέλος θα σκοτωθεί από καμιόνι. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έπεσε επίτηδες πάνω του.
Το "Ένα κρανίο γεμάτο λουλούδια" είναι μια σουρεαλιστική αφήγηση.
"Η Νούλα ήταν το μοναδικό κάδρο που φορούσε καπέλο, κάτι λουλούδια σάπια που μπλέκονταν με τα μαλλιά της, κι όλα μαζί στούμπωναν το εσωτερικό του κρανίου". Κάποια στιγμή η Νούλα λέει: "Τώρα βγάζω το καπέλο μου". Προσπαθούν να την αποτρέψουν. Μάταια.
"Όλοι τώρα βλέπαμε το ανοιγμένο κρανίο, τη μαύρη τρύπα να χάσκει. Μερικοί σκύβαν πάνω απ' την άβυσσο μήπως και διακρίνουν στο σκοτάδι της ποίησης νέα σχήματα, ρίζες για νέα λουλούδια, αν υπήρχε έδαφος και γι άλλη ανθοφορία να κλείσει το χάσμα..."
Οι "Θέσεις" είναι επίσης ένα σουρεαλιστικό, σατιρικό αφήγημα για τους κατέχοντες τις κομματικές θέσεις και οι οποίοι μοιράζουν, μέσω της γνωστής πελατειακής σχέσης, τις θέσεις στο δημόσιο. Ένα εξαγριωμένο πλήθος ορμάει πάνω στον υπάλληλο.
"Πρώτα θα τον ξεχωρίσουμε από την καρέκλα, άλλο αυτός και άλλο η καρέκλα", κι έβγαλε σφυρί και καλέμι. "Μετά θα ξηλώσουμε το νάρθηκα να μείνει το μυαλό του ελεύθερο και θα σπάσουμε την αγκύλωση της σκέψης του. Χωρίς "θέσεις" πια
ελπίζω να κινηθεί πιο ανθρώπινα. Τέλος θα τον μπάσουμε σε μια αγωγή σωστού περπατήματος..."
"Το λαχείο" είναι ένα δεύτερο "Ψαράκι της γυάλας". Ο συμβιβασμένος σαραντάρης που ονειρεύεται τον πρώτο λαχνό, θα παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό ενός εικοσάρη, αντικαθρεπτισμό της νιότης του, και σε μια ελάσσονα ηρωική χειρονομία, θα πετάξει το λαχείο, στο οποίο είχε επενδύσει τόσες ελπίδες, στον υπόνομο.
Το "Μη μόναν όψιν" αναφέρεται στην μετά από χρόνια τυχαία συνάντηση ενός επίδοξου εκτελεστή με το θύμα του, επίσης εκτελεστή. Το θύμα θα πει με πίκρα:
"Εσύ γνώρισες το πραγματικό πρόσωπο μου. Εγώ πώς θα γνωρίσω του δικού σας, που πια δεν υπάρχει; Χαροπάλεψε μάταια. Πέθανε λίγες μέρες μετά. Έρχεται στα όνειρα πάντα μπρουμουτισμένος στην άσφαλτο... "
Μια ζεστή ανθρώπινη σχέση θα αναπτυχθεί ανάμεσα στους δυο πάλαι ποτέ αντιπάλους.
"Η επιστροφή του αόρατου, ένας κάπως αισιόδοξος επίλογος", είναι ο μονόλογος ενός ανθρώπου που φαντάζεται μια κουδουνίστρα για μεγάλους, που μέσα θα έχει τα σκάγια από άχρηστα πια φυσίγγια.
Η τρίτη συλλογή, "Το κοινόβιο", εκδίδεται όπως είπαμε το 1972, λίγο μετά το θάνατο του συγγραφέα. Στο "Κοινόβιο", το ένα από τα τρία εκτενή αφηγήματα της συλλογής, ο συγγραφέας ονειρεύεται μια κοινοβιακή ζωή με τους φίλους του (τους συναντήσαμε ήδη στην προηγουμένη συλλογή) στο μοναστήρι του άη Γιώργη του Κουταλά, κάπου μεταξύ Καισαριανής και Καρέα. Ο πόνος μπροστά στον επερχόμενο θάνατο και η θλίψη για την επένδυση σε ένα αγώνα χωρίς αντίκρυσμα, που υπονομεύθηκε από τα μέσα, είναι πιο έντονα εδώ.
"Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις, που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο. Έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω. Έτσι και σου ξέφευγε, γινόσουν ύποπτος.)"
"Δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με τα κοινά, μόνο με τις κοινές", λέει κάνοντας το γνωστό του λογοπαίγνιο. Ο έρωτας είναι το μόνο απτό και συγκεκριμένο. Ονειρεύεται ένα εικοσάρη υπουργό έρωτα, που θα παίρνει τα απαραίτητα μέτρα
ώστε να απολαμβάνει καλύτερα καλλίτερα τον έρωτα η νεολαία.
"Για τους μεγάλους κανένα σύστημα και καμιά κοινωνία του μέλλοντος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτοί θ' αντιμετωπίζουν τον μέγα εξουσιαστή, τον υπουργό του Θανάτου. Εγώ ήδη τον βλέπω κατάματα, νιώθω πολλές φορές να μου χαμογελάει,
κι έτσι σιγά σιγά εξοικειώνομαι να μην ελπίζω".
Το κοινόβιο είναι όνειρο. Οι φίλοι του είναι βολεμένοι ή διαλυμένοι. Κάποιοι μάλιστα είναι νεκροί. Η τετάρτη που συναντώνται "κατάντησε γι αυτούς που απομένουν μνήμη και νεκρολόγιο".
Και η θητεία στην Αριστερά ήταν μια συμμετοχή σε ένα είδος κοινοβίου. Όμως, γράφει,
"...δεν μπόρεσα να σταθώ σε κανένα κοινόβιο, είμαι ανεπιθύμητος, γκρίνιαζα, γι αυτό και κάθε σελίδα γέμιζαν οι πνεύμονες, η κοιλιά, το συκώτι, κάθε φράση και κάθε παράγραφος κι από ένας καρκίνος. Μόνο ο εγκέφαλος έμεινε απείραχτος, όσο υπάρχει κι αυτός, να κάνω κανένα καλαμπούρι".
Όμως υπάρχει ένα κοινόβιο που τον περιμένει. Αυτό στους ουρανούς.
Το δεύτερο μεγάλο αφήγημα, "Τα τελευταία μου", γράφεται κάτω από τη ζοφερή προοπτική του επικείμενου θανάτου. Αποτελεί μια μοναδική στο είδος της μαρτυρία για το πώς νιώθει κάποιος που η αρρώστια τον έχει καταδικάσει σε ένα αναπόφευκτο, και μάλιστα κοντινό, θάνατο.
Ακόμη παραπέρα: ένα θάνατο όπου δεν υπάρχει καν η προσδοκία μιας μέλλουσας ζωής. Κι ακόμη: Ο θάνατος αυτός δεν είναι από εκείνους τους ηρωικούς θανάτους, στην υπηρεσία ενός μεγάλου σκοπού. Κι ακόμη: Δεν υπάρχει η πίστη σε κανένα σκοπό. Αυτός που υπήρχε έχει ξεφτίσει.
Σε μια φαντασιακή εκδραμάτιση, ο Μάριος Χάκκας φαντάζεται την κηδεία του. Όχι σαν μια τελετή σπαρακτικού αποχωρισμού από γνωστούς και φίλους.
"Τώρα άλλοι ρίχνουν με φτυάρια, άλλοι για να μη λερωθούν σπρώχνουν με τα πόδια και βουλώνουν το λάκκο, τρεις μαζί κουβαλούσαν μια τεράστια πέτρα, κάποιος πέταξε κι ένα γεμάτο σκουπιδοτενεκέ." Αυτή η φοβερή αίσθηση του ετοιμοθάνατου, ότι οι ζωντανοί θέλουν να ξεμπερδεύουν όσο γίνεται πιο γρήγορα μαζί του!
Το αφήγημα τελειώνει με ένα ποιητικό κείμενο, στο ύφος της Ασκητικής του Καζαντζάκη.
"Δεν θέλω έλεος, δε θέλω έλεος θεέ μου (Το ‘θεέ μου' αναστεναγμός από τα φύλλα της καρδιάς και όχι επίκληση)... Κανέναν, κανένα δεν έβλαψα και τίποτα το πονηρό σε βάρος άλλου δεν έπραξα, έτσι που να δικαιώσω τα λόγια σου
και να δεχτώ την κρίση σου.
Ψάχνω και δεν βρίσκω την αλήθεια, τα κρυφά και τα αφανέρωτα μου μένουν πάντα άγνωστα...
Μη βάζεις εμπόδιο το πρόσωπό σου, άφησέ με να δω και πέρα απ' αυτό. "
Ο "Ένοχος ενοχής" είναι η "Δίκη" του Χάκκα, πιο σύντομη απ' αυτή του Κάφκα. Σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον ο ήρωας θα ανακριθεί, θα δικαστεί, θα καταδικασθεί και θα εκτελεσθεί. Σαν φόρμα είναι αρκετά πρωτότυπο κείμενο, με μια εναλλαγή θεατρικής γραφής και πρόζας.
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ: Είδατε τη διαφορά των προβάτων; Τ' από κει είναι μαρκαρισμένα, τους έχουνε βάλει με καυτό σίδερο νούμερα επάνω. Τ' από δω είναι ελεύθερα.
Ο Χ: -Είναι αλήθεια, δεν έχουνε σημάδια επάνω τους, όμως τα φυλάει τσομπάνος.
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ:Τέλος πάντων, με ποιους είστε, με τους από δω ή με τους από κει;
Ο Χ: Με τα πρόβατα.
Τα "Ρετάλια", άσχετα από τις συνυποδηλώσεις του γενικού τίτλου και παρά το μικρό τους μέγεθος, είναι κείμενα εξαίρετα σε σύλληψη και σε γραφή. Όπως και τα τρία προηγούμενα, παρά τους ανάπαιστους που κυνηγάνε μόνιμα τον συγγραφέα, δεν έχουν τον κρυπτικό-ποιητικό χαρακτήρα των αφηγημάτων της
προηγουμένης συλλογής.
Στο "Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι" ο συγγραφέας εκφράζει μια χαρακτηριστική μεταμοντέρνα αντίληψη.
"Και η αρμονία μέσα μας κι έξω μας ούτε που με νοιάζει. Μπούχτισα πια από αρμονίες, κάτι, χέρια-αστέρια και περιστέρια--μαχαίρια με κάνουνε να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια-τσουτσούνες κι ας μην τους ταιριάζει, ας δυοαρμονήσουν και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες...
Στο "με τη θέλησή μου" ο συγγραφέας αναφέρεται πάλι στη σχέση του με την Αριστερά.
"Μου ερχότανε πολλές φορές να πιάσω τα σίδερα και να φωνάξω ‘Βγάλτε με, βρε, άλλαξε τώρα η θέλησή μου' αλλά εκείνοι επέμεναν πως πρέπει να επιμείνω στην αρχική, μάλιστα είχανε πράκτορες ανάμεσά μας που έλεγαν ‘δεν είναι σωστό να αλλάζει κανείς'... Την επόμενη που μου είπαν να ξαναμπώ μέσα με τη θέλησή μου τους απάντησα πως δεν θα μπορέσω. ‘Μα γιατί, είσαι δικός του' επέμεναν οι άλλοι από πάνω, ‘είσαι δικός μας' έλεγαν οι άλλοι από κάτω. Κανενός. Επιτέλους είμαι δικός μου'. "
Στο "Μπροστά σ' ένα τάφο" (του Καρλ Μαρξ) ο συγγραφέας εκφράζει για άλλη μια φορά την απογοήτευσή του από την αριστερά και τους γεμάτους έπαρση συντρόφους, τα Τζουγκασβίλια (Τζουγκασβίλι ήταν το πραγματικό όνομα του Στάλιν) που ξεπάστρεψαν τους λίγους εναπομείναντες καλούς. "Έτσι την πάθαμε όλοι, κι ίσως κι ο ίδιος ο Μαρξ, γιατί δεν πιστεύω να ήθελε αυτούς τους αχώνευτους", καταλήγει ο συγγραφέας.
Το "Ένας θείος" είναι ένα σατιρικό κείμενο για κάποιον που η αστυνομία ενοχλεί κάθε τόσο, θεωρώντας τον φανατικό αριστερό, γιατί του σκότωσαν τον αδελφό "Του σκοτώσαμε τον αδελφό, σκέφτονται, μπορεί να ξεχάσει ποτέ; Με κάτι τέτοια και τέτοια ο Βασίλης τσαντίζεται που δεν τον αφήνουν ήσυχο να ασχοληθεί με τη δουλειά, τα παιδιά και τ' ανίψια."
Στο τελευταίο κείμενο, "Σκοπευτήριο Καισαριανής", ο συγγραφέας φοβάται μια επικείμενη εποχή που ο χώρος θα μοιραστεί σε οικόπεδα, και το σκοπευτήριο θα μείνει μια απλή ονομασία, χωρίς να θυμίζει τους εκτελεσμένους.
Και ανάμεσά τους δεν ήσαν μόνο ήρωες της αντίστασης, υπήρχαν και οι απλοί σαλταδόροι.
"Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα και ιδανικό τους τη ρεζέρβα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Οι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα".
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η θεματική του συγγραφέα είναι οι ταλαιπωρίες του απλού, βασανισμένου ανθρώπου της Αριστεράς, οι εμπειρίες και η απογοήτευσή του απ' αυτό το κίνημα, και ο επικείμενος θάνατός του. Ο λόγος του συχνά είναι εξομολογητικός και ποιητικός. Ένας συχνός αναπαιστικός κυματισμός της γλώσσας δίνει μια ιδιαίτερη μουσική ποιότητα στο λόγο του, που σε απαγγελία μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα. Κατά περίπτωση ειρωνικός και σατιρικός, κάνει απολαυστικά τα κείμενά του. Τέλος η αγάπη του για τα λογοπαίγνια δίνει μια προσωπική σφραγίδα στο ύφος του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: