«Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά».
«Μετά τη λεπτομερέστατη έρευνα, που μας έκανε τα πράγματα φύλλο και φτερό, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε φορτωμένοι κάτι πλατιές σκάλες, μέσα από έναν τεράστιο διάδρομο που έμοιαζε σαν λαγούμι μέσα στο βράχο ώσπου να φτάσουμε στο τρίτο επίπεδο και κάνοντας δεξιά μέσα από μια καγκελόπορτα, βρεθήκαμε να μας υποδέχονται οι δικοί μας, οι σκαπανείς. Αυτοί, δηλαδή, που ήρθαν πρώτοι εδώ και ξανανοίξανε αυτόν τον καταραμένο χώρο. Δύο θάλαμοι με μια κοινή αυλή και καμιά εικοσιπενταριά αριστερούς κρατούμενους όλων των φυλών και των ...αποχρώσεων της Αριστεράς του 197» αναφέρει στο βιβλίο του για τη Γυάρο, ο Τάκης Μπενάς.
Για την Ιστορία: κάπου δεκαπέντε του ΚΚΕ, εννιά (με μας τους τέσσερις καινούριους) του ΚΚΕ εσωτερικού, δύο του κινήματος 20ής Οκτώβρη, δύο τροτσκιστές, ένας του ΜΛ-ΚΚΕ. Οι άλλοι, οι «μη κομμουνιστές» βρίσκονταν στο απέναντι κτίριο του ίδιου τρίτου επιπέδου, εκεί που κρατούσαν τις γυναίκες που είχε κουβαλήσει ο γενναίος Παττακός στις 21 Απριλίου. Ανάμεσά τους και τις τρεις αδελφές μου. Θα το επισκεφθούμε αύριο το πρωί που θα ξεκλειδώσουν τις σιδερόπορτες του μεγάλου διαδρόμου. Καταλαγιάζουμε σε ράντζα και σιδεροκρέββατα και προσπαθούμε να συνέλθουμε από τη ζαλάδα των δεκάμισι μποφόρ. Καθόλου εύκολο αφού από αυτό το πρώτο βράδυ αρχίζει η γνωριμία μας με το νησί του διαβόλου.
Ο άγριος βοριάς που φυσάει ασταμάτητα κάνει αυτό το κατασκεύασμα που αποκαλείται «κτίριο των Φυλακών Γυάρου» να τρέμει και να βουίζει λες και πρόκειται να σαλπάρει. Μια ξυλόσομπα στη μέση του μεγάλου θαλάμου προσπαθεί να μειώσει το ψοφόκρυο που βασιλεύει εδώ μέσα, ενώ κάποια από τα παράθυρα που βρίσκονται ψηλά, κοντά στο ταβάνι, ξεμανταλωμένα από το δυνατό ξεροβόρι, βροντοχτυπάνε δυνατά και συνέχεια. Δεν υπάρχει άλλη λύση από το να καταφύγουμε κάτω από τις κουβέρτες μας, να κουκουλωθούμε, όχι μόνο για να ζεσταθούμε αλλά και για να μην ακούμε τον φοβερό χαλασμό που κάνει ο βοριάς, λυσσομανώντας, καθώς έρχεται κατευθείαν απάνω μας, μέσα από το βόρειο Αιγαίο, χωρίς να συναντά τίποτα μπροστά του. Γι' αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το νησί είναι ερημότοπος, ξυρισμένο από βλάστηση, ακατοίκητο, άγριο και άνυδρο. Τόπος για φαντάσματα, όχι για ανθρώπους. Και δεν τα είδαμε όλα ακόμα. Περιμένουμε να φέξει για μια βαθύτερη γνωριμία με την κόλαση. Απόψε, παρ' όλα αυτά, θα κοιμηθούμε, καθώς φτάσαμε κατάκοποι από το τρελό ταξίδι των πολλών μποφόρ. Αύριο μας περιμένει μια γεμάτη μέρα.
Στον άλλο θάλαμο, τον απέναντι, βρίσκονται καμιά δεκαπενταριά πολιτικοί εξόριστοι που η Χούντα τους κατατάσσει στους «μη κομμουνιστάς». Όχι όμως και εθνικόφρονες. Απλώς «μη» και μάλλον έχει κάποιος δίκιο αφού και εδώ η πινακοθήκη των πολιτικών αποχρώσεων θα συνεχιστεί, ακόμα πιο πλουραλιστική. Η μανία αλλά και ο φόβος του Ιωαννίδη για τη νεοπαγή αλλά και αμφίβολη εξουσία του, τον οδήγησαν όχι μόνο να ξανανοίξει το θανατονήσι, αλλά και να στείλει εδώ ...εκπροσώπους απ' όλη την Ελλάδα.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί εκτόπισε εδώ τον Χαραλαμπόπουλο, τον Στάθη Παναγούλη, τον Γεώργιο Μαύρο -έστω μόνο για δύο μήνες- τον Νίκο Ψαρουδάκη που συνέχιζε να τους τα λέει από την «χριστιανική» εφημερίδα του, τον ηθοποιό Σταύρο Παράβα για κάποιο επιθεωρησιακό θεατρικό νούμερο που δεν άρεσε στην «αρσακειάδα», τον Ιωαννίδη, τον γνωστό σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη -είχε γυρίσει και όλη την κηδεία του Γ. Παπανδρέου, μια ταινία που παίχτηκε πολύ στο εξωτερικό-, τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Παύλο Γεωργίου και μερικούς ακόμα που η αδύνατη μνήμη της ηλικίας μου ξεχνά τα ονόματά τους, όχι όμως και τις μορφές τους.
Μετά το τσάι βγήκαμε έξω από το κτίριο να γνωρίσουμε τη... φύση, στον λιγοστό χώρο που μας επέτρεπαν να περπατάμε, γύρω στον παλιό 5ο όρμο, ζωσμένο τώρα από σκοπιές με ενόπλους να μας επιτηρούν μπας και πέσουμε στη θάλασσα και πνιγούμε.
Τίτος Πατρίκιος
ΠΗΓΗ: click2travel
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου