Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

2/5/2007 - Γυάρος: Γνωριμία με τη βαρβαρότητα


Τις δικές του εμπειρίες από το νησί της βαρβαρότητας, όπως αποκαλεί τη Γυάρο, αποκαλύπτει ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, περιγράφοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν τότε οι εξόριστοι και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε γενικότερα την περίοδο εκείνη.
«Το συρματόπλεγμα, η βροχή, ο άνεμος της θάλασσας, η βουή μόνιμη κι αμετάθετη σαν ένας τοίχος φυλακής, αυτός ήταν ο χώρος».
«Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά».
«Μετά τη λεπτομερέστατη έρευνα, που μας έκανε τα πράγματα φύλλο και φτερό, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε φορτωμένοι κάτι πλατιές σκάλες, μέσα από έναν τεράστιο διάδρομο που έμοιαζε σαν λαγούμι μέσα στο βράχο ώσπου να φτάσουμε στο τρίτο επίπεδο και κάνοντας δεξιά μέσα από μια καγκελόπορτα, βρεθήκαμε να μας υποδέχονται οι δικοί μας, οι σκαπανείς. Αυτοί, δηλαδή, που ήρθαν πρώτοι εδώ και ξανανοίξανε αυτόν τον καταραμένο χώρο. Δύο θάλαμοι με μια κοινή αυλή και καμιά εικοσιπενταριά αριστερούς κρατούμενους όλων των φυλών και των ...αποχρώσεων της Αριστεράς του 197» αναφέρει στο βιβλίο του για τη Γυάρο, ο Τάκης Μπενάς.
Για την Ιστορία: κάπου δεκαπέντε του ΚΚΕ, εννιά (με μας τους τέσσερις καινούριους) του ΚΚΕ εσωτερικού, δύο του κινήματος 20ής Οκτώβρη, δύο τροτσκιστές, ένας του ΜΛ-ΚΚΕ. Οι άλλοι, οι «μη κομμουνιστές» βρίσκονταν στο απέναντι κτίριο του ίδιου τρίτου επιπέδου, εκεί που κρατούσαν τις γυναίκες που είχε κουβαλήσει ο γενναίος Παττακός στις 21 Απριλίου. Ανάμεσά τους και τις τρεις αδελφές μου. Θα το επισκεφθούμε αύριο το πρωί που θα ξεκλειδώσουν τις σιδερόπορτες του μεγάλου διαδρόμου. Καταλαγιάζουμε σε ράντζα και σιδεροκρέββατα και προσπαθούμε να συνέλθουμε από τη ζαλάδα των δεκάμισι μποφόρ. Καθόλου εύκολο αφού από αυτό το πρώτο βράδυ αρχίζει η γνωριμία μας με το νησί του διαβόλου.

Ο άγριος βοριάς που φυσάει ασταμάτητα κάνει αυτό το κατασκεύασμα που αποκαλείται «κτίριο των Φυλακών Γυάρου» να τρέμει και να βουίζει λες και πρόκειται να σαλπάρει. Μια ξυλόσομπα στη μέση του μεγάλου θαλάμου προσπαθεί να μειώσει το ψοφόκρυο που βασιλεύει εδώ μέσα, ενώ κάποια από τα παράθυρα που βρίσκονται ψηλά, κοντά στο ταβάνι, ξεμανταλωμένα από το δυνατό ξεροβόρι, βροντοχτυπάνε δυνατά και συνέχεια. Δεν υπάρχει άλλη λύση από το να καταφύγουμε κάτω από τις κουβέρτες μας, να κουκουλωθούμε, όχι μόνο για να ζεσταθούμε αλλά και για να μην ακούμε τον φοβερό χαλασμό που κάνει ο βοριάς, λυσσομανώντας, καθώς έρχεται κατευθείαν απάνω μας, μέσα από το βόρειο Αιγαίο, χωρίς να συναντά τίποτα μπροστά του. Γι' αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το νησί είναι ερημότοπος, ξυρισμένο από βλάστηση, ακατοίκητο, άγριο και άνυδρο. Τόπος για φαντάσματα, όχι για ανθρώπους. Και δεν τα είδαμε όλα ακόμα. Περιμένουμε να φέξει για μια βαθύτερη γνωριμία με την κόλαση. Απόψε, παρ' όλα αυτά, θα κοιμηθούμε, καθώς φτάσαμε κατάκοποι από το τρελό ταξίδι των πολλών μποφόρ. Αύριο μας περιμένει μια γεμάτη μέρα.

Το πρωινό της πρώτης μέρας μας στη Γυάρο θα ξεκινήσει με ένα ζεστό τσάι, που μοιράζει από το καζάνι ο μάγειρας της ομάδας των πολιτικών εξόριστων -καλή του ώρα, αν ζει-, αυτός ο ηρωικός άνθρωπος που φορτώθηκε τη μεγάλη ευθύνη να κρατήσει στη ζωή κάπου σαράντα πέντε ανθρώπους, κρατούμενους σ' αυτό το κολαστήριο.
Στον άλλο θάλαμο, τον απέναντι, βρίσκονται καμιά δεκαπενταριά πολιτικοί εξόριστοι που η Χούντα τους κατατάσσει στους «μη κομμουνιστάς». Όχι όμως και εθνικόφρονες. Απλώς «μη» και μάλλον έχει κάποιος δίκιο αφού και εδώ η πινακοθήκη των πολιτικών αποχρώσεων θα συνεχιστεί, ακόμα πιο πλουραλιστική. Η μανία αλλά και ο φόβος του Ιωαννίδη για τη νεοπαγή αλλά και αμφίβολη εξουσία του, τον οδήγησαν όχι μόνο να ξανανοίξει το θανατονήσι, αλλά και να στείλει εδώ ...εκπροσώπους απ' όλη την Ελλάδα.
Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί εκτόπισε εδώ τον Χαραλαμπόπουλο, τον Στάθη Παναγούλη, τον Γεώργιο Μαύρο -έστω μόνο για δύο μήνες- τον Νίκο Ψαρουδάκη που συνέχιζε να τους τα λέει από την «χριστιανική» εφημερίδα του, τον ηθοποιό Σταύρο Παράβα για κάποιο επιθεωρησιακό θεατρικό νούμερο που δεν άρεσε στην «αρσακειάδα», τον Ιωαννίδη, τον γνωστό σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη -είχε γυρίσει και όλη την κηδεία του Γ. Παπανδρέου, μια ταινία που παίχτηκε πολύ στο εξωτερικό-, τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Παύλο Γεωργίου και μερικούς ακόμα που η αδύνατη μνήμη της ηλικίας μου ξεχνά τα ονόματά τους, όχι όμως και τις μορφές τους.
Όλοι αυτοί, καλά. Ήτανε αντιδικτατορικοί, τους φοβήθηκε, τους εκτόπισε. Τους άλλους, όμως, που συμπληρώνουν αυτή την πινακοθήκη των λίγων δεκάδων εξόριστων του '74, γιατί άραγε; Πρώτος και καλύτερος ο Αγαθαγγέλου, ο υπουργός του Παπαδόπουλου, βαμμένος απριλιανός. Λέγανε πως κάπου κουνήθηκε κατά του Ιωαννίδη και αυτός τον ξαπόστειλε εδώ, στους βράχους.
Πέρα, όμως, από τον Αγαθαγγέλλου και τα καμώματά του, βρεθήκαμε «συνεξόριστοι» και με κάποιους καραβανάδες, μόνιμους αξιωματικούς, που προφανώς κάπου συνωμότησαν σε βάρος του νέου δικτάτορα και αυτός τους ξαπόστειλε στα βράχια του Αιγαίου. Πρόκειται για τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Ράπτη, διοικητή των ΛΟΚ του Γ' Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη, και τον Ηλία Μενενάκο, επίσης αξιωματικό των ΛΟΚ. Λέγανε πως ο ένας από τους δύο ήτανε της ομάδας Σταματελόπουλου που δεν αναγνώριζε τον Ιωαννίδη. Μας είχανε φέρει εδώ και ένα φουκαρά ταξιτζή διότι «διέδιδε ανατρεπτικές και ανησυχητικές φήμες», δηλαδή ο άνθρωπος είπε μέσα στο καφενείο που σύχναζε -νομίζω στη Λάρισα- πως «όπου να 'ναι έρχεται ο Καραμανλής». Φοβερό παράπτωμα για τους εθνοσωτήρες.
Μετά το τσάι βγήκαμε έξω από το κτίριο να γνωρίσουμε τη... φύση, στον λιγοστό χώρο που μας επέτρεπαν να περπατάμε, γύρω στον παλιό 5ο όρμο, ζωσμένο τώρα από σκοπιές με ενόπλους να μας επιτηρούν μπας και πέσουμε στη θάλασσα και πνιγούμε.
Όταν λέμε φύση κυριολεκτούμε, γιατί εκτός από μια ασήμαντη χαμηλή χλωρίδα, κυρίως βάτα και τσουκνίδες, υπήρχε και η... ζώσα πανίδα, δηλαδή ποντίκια, σκορπιοί, φίδια, σαύρες, πολλές σαύρες, που όλα αυτά τα ζωντανά αλληλοτρωγόντουσαν, μη έχοντας και τίποτα άλλο εξόν από πέτρες. Περπατούσαμε και κοιτάζαμε συνεχώς κάτω μην πατήσουμε κάνα φίδι, γιατί τότε αλίμονό μας. Δεν υπήρχε εδώ η παραμικρή δυνατότητα ιατρικής και πολύ περισσότερο νοσοκομειακής περίθαλψης.
Με αυστηρή διαταγή του μανιακού Ιωαννίδη είχε απαγορευθεί απολύτως η μεταφορά στο νοσοκομείο της Σύρου για οποιονδήποτε λόγο. Δεν έπρεπε να σπάσουν η απομόνωση και το φυλασσόμενο... μυστικό του αριθμού των κρατουμένων στο νησί. Πραγματικά, στην Αθήνα, δεν γνωρίζανε ούτε οι δικοί μας ούτε οι δημοσιογράφοι πόσοι βρίσκονταν στη Γυάρο. Επισκεπτήρια απαγορεύονταν και η λογοκρισία της αλληλογραφίας ήτανε... θηριώδης. Ένας γιατρουδάκος, δόκιμος ανθυπίατρος της Χωροφυλακής, χορηγούσε ασπιρίνες και άμα είχες αφόρητο πονόδοντο, αντί για οδοντογιατρό σου δίνανε γαρυφαλλόλαδο που σταμάταγε προσωρινά τον πόνο και έσπαγε το δόντι σε κομμάτια. Την έπαθα κι εγώ αυτήν τη ζημιά, αλλά πώς αλλιώς να αντέξεις εδώ τον οξύτατο πόνο του κούφιου δοντιού».

Τίτος Πατρίκιος



ΠΗΓΗ: click2travel

Δεν υπάρχουν σχόλια: